Tο μοντέλο πρόσβασης στο σύμπαν της AMG για τη C-Class, η Mercedes-AMG C 43 έχει εγκαταλείψει ήδη από πέρυσι τον πολύ… εκφραστικό V6 της προηγούμενης γενιάς για να υιοθετήσει μια εξαιρετικά σοφιστικέ περίπτωση μείωσης μεγέθους: Χωρητικότητα δύο λίτρα και 421 άλογα.
«Ενδιαφέρον;», θα αναρωτηθείτε… Αλλά όλα εξαρτώνται από πού προέρχονται. Η απόδοση είναι σαφώς θεαματική, το κέρδος όπως θα δούμε αμφισβητήσιμο.
Η Mercedes-AMG C 43 θα μπορούσε να είναι η ιδανική ενδιάμεση μεταξύ της C 300 4MATIC και της σκληροπυρηνικής Mercedes-AMG C 63 S E PERFORMANCE;
Ας κάνουμε μια παρένθεση για να εξηγήσουμε την απώλεια εμπειρίας που έχουμε για τη 4κύλινδρη C 43 που παρουσιάστηκε το 2023. Τότε, το αυτοκίνητο με το ίδιο ηλεκτρικό πακέτο, αλλά με το μοτέρ της A 45 S, detuned στα 408 άλογα, δεν το πήραμε ποτέ στα χέρια μας στην Ελλάδα. Και σήμερα, ύστερα από έναν χρόνο και κάτι, η ελληνική αντιπροσωπεία έβγαλε press car το ανανεωμένο μοντέλο. Με το 4κύλινδρο μοτέρ της A 45 S χωρίς υποβάθμιση ισχύος, με 421 άλογα. Αυτά για την τάξη και για ό,τι θα διαβάσετε παρακάτω.
Θέλετε να πάμε σχεδόν 30 χρόνια πίσω; Το 1997, τότε που είδαμε για πρώτη φορά μια C 43 AMG, όπως λεγόταν τότε. Πριν το συνθετικό «AMG» γίνει φίρμα ακολουθώντας το συνδετικό ύστερα από τη λέξη «Mercedes». Και πριν ο αριθμός ξεκολλήσει (επίσημα ή ανεπίσημα) από το γράμμα… Ο επίσημος βελτιωτής από το Affalterbach μόλις είχε γίνει εταιρικό γρανάζι του ομίλου της Στουτγάρδης και αποφάσισε να σφηνώσει τον Μ113 V8 των 4,3 lt στο μηχανοστάσιο της C-Class W202. Μοτέρ με 306 άλογα που ήρθε να αντικαταστήσει τον «μικρό» 6κύλινδρο σε σειρά της C 36 AMG.
Μια αλλαγή που μετέτρεψε τη μπουρζουάδικη μικρή μπερλίνα της Στουτγάρδης σε ένα είδος κυνηγού του χρονόμετρου. Και σε αντίπαλο της BMW M3 E36, με τα κότσια αλλά χωρίς την ικανότητα να την καταβάλει.
Ας αφήσουμε όμως το τότε, που οι αριθμοί σήμαιναν κάτι και τα πολλά ατμοσφαιρικά κυβικά ήταν κατά τους «επαΐοντες» αναντικατάστατα. Από το 2023, στη C 43 όλα έχουν μειωθεί στο μισό. Σε αυτή την πέμπτη γενιά κρύβει στο μηχανοστάσιο τους μισούς κυλίνδρους και λιγότερα από τα μισά κυβικά.
Θα μας πείτε -και δικαίως- ότι η μείωση του κυβισμού και η αύξηση της απόδοσης με μεγάλα τούρμπο δεν είναι κάτι καινούργιο. Αλλά για την περίπτωση των AMG C-Class, το downsizing έφτασε σε ένα ακραίο ορόσημο πρόσφατα. Εν προκειμένω έκανε πέρυσι πρεμιέρα. Τέρμα οι 6κύλινδροι (εκτός απροόπτου) κάτω από το καπό μιας Mercedes-AMG C-Class! Για πρώτη φορά!
Στο σημείο αυτό και προς αποφυγή παρεξήγησης, να θυμίσουμε ότι η C 43 έχει αλλάξει στάση σε αυτά τα 27 χρόνια καριέρας. Με τη Mercedes-Benz να βγάζει το όνομα από το σεντούκι όταν αποφάσισε να εντάξει δύο AMG στον κατάλογο με την τέταρτη γενιά της C-Class: Η C 43 ανέλαβε το ρόλο της «ήπιας» AMG, ένας συνδετικός κρίκος μεταξύ της τυπικής γκάμας και της C 63 με τον 4λιτρο twin-turbo V8 της AMG GT.
Στη σημερινή γκάμα, η παραπάνω ιεραρχία παρέμεινε, αλλά το μοτίβο άλλαξε. Έτσι έχουμε την 4κύλινδρη δίλιτρη C 43 που δοκιμάζουμε σήμερα και τη C 63 που είναι κι αυτή δίλιτρη 4κύλινδρη. Αλλά σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση, το ηλεκτρομοτέρ θέριεψε, ανεβάζοντας τη συνολική ισχύ στα 608 άλογα. Αφού λοιπόν ξεκαθαρίσαμε γενεαλογικά τα πράγματα, ας επικεντρωθούμε στη δοκιμή μας.
Μια άλλη προσέγγιση σε σχέση με την πρώτη Mercedes-AMG είναι η σήμανση. Στη δεκαετία του ’90, μόνο μερικοί διακριτικοί λογότυποι πρόδιδαν την γενεαλογία. Σήμερα τα πράγματα είναι ηθελημένα κραυγαλέα. Μέχρι και τετράμπουκη εξάτμιση έβαλαν οι αθεόφοβοι στο δίλιτρο μοτέρ.
Ο κινητήρας Μ139 προέρχεται από την AMG A 45 S, σε συνδυασμό με 48βολτο ηλεκτρικό σύστημα και μια μίζα-εναλλάκτη που ωθεί αδιάλειπτα το αυτοκίνητο με 14 άλογα και πάνω από όλα ένα μεγάλο ηλεκτρικό τούρμπο. Επομένως, το διακριτικό «Electrified» στα φτερά δεν αναφέρεται στο σύστημα MHEV αλλά στην υπερτροφοδότηση.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι το τούρμπο δεν κινείται αποκλειστικά από τα καυσαέρια και υποστηρίζεται από έναν μικρό ηλεκτροκινητήρα συνδεδεμένο απευθείας στον άξονα του συμπιεστή, μεταξύ του τροχού της τουρμπίνας (πλευρά εξαγωγής) και του τροχού του συμπιεστή (για τον αέρα εισαγωγής). Η Mercedes-Benz δεν διστάζει να επισημάνει ότι η τεχνική διαδικασία πηγάζει από την F1.
Περιστρέφοντας τον άξονα του συμπιεστή, ο ηλεκτροκινητήρας μπορεί λοιπόν να γυρίζει τον τροχό του ακόμη και πριν αναλάβει δράση η ροή των καυσαερίων. Επομένως με το τούρμπο να παραμένει υπό σταθερή πίεση, παρέχει πρόσθετη ροπή σε πολύ χαμηλές στροφές, ενώ βελτιώνει την απόκριση σε όλην την κλίμακα. Ακόμη και όταν αφήσεις το γκάζι και πατήσεις φρένο, ο ηλεκτροκινητήρας μπορεί να διατηρεί την πίεση του τούρμπο. Έτσι το μοτέρ της Mercedes-AMG C 43 ανεβάζει και πάλι στροφές με αστραπιαία ταχύτητα.
Κάτι που το αντιλαμβάνεσαι σε όλο του το μεγαλείο, παρότι το 9άρι σασμάν κάνει τα δικά του: Δεν θέλει να ακολουθήσει, ειδικά με χαμηλό και μέτριο φορτίο στο μοτέρ.
Τόνοι ροπής από πολύ νωρίς για το 9G-TRONIC που διστάζει μεταξύ 2ης και 3ης, προκαλώντας κάμποσα άκομψα σκορτσαρίσματα. Πρόβλημα που γίνεται αντιληπτό περισσότερο στην πόλη. Διότι όλα γίνονται καλύτερα, είτε αν ήδη γυρίζει το μοτέρ ψηλά ή αν έχεις περάσει σε manual mode, ορίζοντας εσύ τη σχέση. Έτσι ναι, το σύστημα δουλεύει. Το 4κύλινδρο μοτέρ πιέζει δυνατά σε όλη την κλίμακα και αλλάζοντας σχέση συνεχίζει το ίδιο δυνατά χωρίς να παίρνεις χαμπάρι τις αλλαγές. Ει μη μόνο από τον ήχο. Τέλεια λοιπόν, ανεβάζοντας σχέσεις.
Τι γίνεται όμως με τα paddles στο τιμόνι όταν αρχίσεις τα εντατικά πάνω κάτω; Ένα ορφανό κατέβασμα το αυτόματο σασμάν το διαχειρίζεται μια χαρά και εν προκειμένω οι αξιώσεις του οδηγού δεν είναι απόλυτες. Όταν όμως αρχίσεις να τα δουλεύεις εντατικά με διαρκή ανεβάσματα και κατεβάσματα, αντιλαμβάνεσαι ότι λείπει η αποφασιστικότητα. Και πάντως δεν απολαμβάνεις την ακαριαία απόκριση που περιμένεις από μια τέτοια λειτουργία.
Επανερχόμενοι στο κομμάτι του μοτέρ, θα πούμε ότι ο 4κύλινδρος M139 δεν έχει τίποτα κοινό με τον παλιό 3λιτρο τουρμπάτο V6 M276. Ο τελευταίος, παρότι πιο αδύναμος, 367 PS αρχικά και 390 άλογα στο τέλος της καριέρας του, ήταν ένα μοτέρ με ισχυρή προσωπικότητα: Υποτονικός αλλά και πειθήνιος χαμηλά και σφόδρα έξαλλος ψηλά!
Ο 4κύλινδρος αυτής της C 43 που έχουμε στα χέρια μας, μπορεί να βρυχάται (κακόφωνα, είναι η αλήθεια) και να κροταλίζει, αλλά σπρώχνει τη C-Class λιγότερο εντυπωσιακά, ων πολύ γραμμικός. Ούτε ξεσπάσματα ούτε δράματα. Θα ομολογήσουμε ότι αυτό είναι κάτι που θα μπορούσαμε να το καταπιούμε. Εκείνο που δεν τρώγεται με τίποτα είναι ο απολύτως τεχνητός ήχος από το σύστημα Real Performance Sound τονισμένος από την εξάτμιση και ο τραχύς χαρακτήρας του μοτέρ. Ένα ηχόχρωμα χωρίς φινέτσα που είναι σχεδόν ανάρμοστο για ούλτρα σπορ μπερλίνα αυτής της κατηγορίας. Ειδικά που η τιμή της ξεκινά από τα 85 χιλιάρικα! Ένα σπόρτσκαρ οφείλει να είναι ηχηρό, αλλά και να ακούγεται αληθινό.
Απέναντι στο χρονόμετρο, το κέρδος της παραπανίσιας ισχύος είναι μετρίως εμφανές στο σπριντ των 0-100 km/h: 0,3” απέναντι στην 4κύλινδρη C 43 MY2023 (408 PS) και 0,4” από την προηγούμενη γενιά με το 6κύλινδρο μοτέρ. Φυσικά, τα νούμερα των επιδόσεων δεν έχουν να κάνουν μόνο με την απόδοση, αλλά και με το βάρος: H σημερινή C 43 ζυγίζει 1.810 kg άδεια ή 45 κιλά παραπάνω από τη δίλιτρη C 43 ΜΥ2023. Και 105 kg περισσότερα από την 6κύλινδρη C 43 (W205). Ο εξοπλισμός και η τεχνολογία του αυτοκινήτου, ιδιαίτερα όσον αφορά το πλαίσιο, έχουν λοιπόν σαφώς σχέση με αυτό.
Εκείνο που οφείλουμε να σημειώσουμε είναι ότι η C 43 δεν έχει ευθέως ανταγωνιστικό μοντέλο στην αγορά. Ούτε από την BMW ούτε από την Audi. Οπότε, ό,τι και να πούμε, η C 43 αποτελεί το μοναδικό μοντέλο του είδους, ως εκ τούτου και το σημείο αναφοράς. Και τι κάνει στον δρόμο; Η πρώτη εντύπωση πέρα από τις καταιγιστικές επιδόσεις είναι ότι ενδείκνυται ένας καλός… οστεοπαθητικός: Η ανάρτηση είναι υπερβολικά σκληρή ακόμα και στη λειτουργία Comfort. Αυτό μεταφράζεται σε μια δυσάρεστη «αστάθεια» του αμαξώματος σε χαμηλή ταχύτητα που δίνει τη θέση της σε μια πιο αποδεκτή αίσθηση δρόμου και ποιότητα κύλισης όσο η ταχύτητα ανεβαίνει.
Πάντα σφιχτή, κλειδωμένη στον δρόμο και κουμαντάροντας καλά τις κινήσεις στο αμάξωμα, το σασί της C 43 είναι αναμφισβήτητα αθλητικό. Γραπώνεται δυνατά στην άσφαλτο με τα τετράπαχα Pilot Sport και δεν σου επιφυλάσσει εκπλήξεις, αρνούμενη να γυρίσει την ουρά ακόμα κι όταν τσαρουχώνεις πρώιμα το γκάζι. Και το λέμε, επειδή το 4MATIC είναι ρυθμισμένο να στέλνει το 69% της ροπής πίσω. Ως εκ τούτου, η C 43 εμφορείται από πισωκίνητο ταμπεραμέντο, χωρίς υπερβολές και μάλλον ευχάριστο. Με άλλα λόγια γυρίζει την ουρά της δύσκολα και λίγο.
Το μεγάλο σημείο προόδου προέρχεται κυρίως από το πώς ιχνηλατεί τον δρόμο με ένα μπροστινό χιλιοστομετρικής ακρίβειας και καλά βαθμονομημένους τους πίσω κατευθυντήριους τροχούς. Αυτοί οι τελευταίοι, με τη δυνατότητα να στρίβουν κατά 2,5 μοίρες προς την ίδια κατεύθυνση με τους εμπρός μέχρι τα 100 km/h, κάνουν το αυτοκίνητο πιο σταθερό και ασφαλέστερο. Σε χαμηλή ταχύτητα, όπως στο παρκάρισμα δηλαδή, οι πίσω τροχοί στρίβουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, δίνοντας απίστευτη ευελιξία. Πηγαίνοντας γρήγορα, η τετραδιεύθυνση της C 43 αποδεικνύεται ένα τεχνολογικός επεμβατισμός που δεν τον αντιλαμβάνεσαι ως τέτοιον ούτε αλλοιώνει -τηρουμένων των αναλογιών- τη φυσικότητα της αίσθησης.
Αναμενόμενα και τα φρένα είναι υπεράνω υποψίας, με τα μεγάλα αεριζόμενα δισκόφρενα, 370 εμπρός και 320 mm πίσω, και να μην χαμπαριάζουν από τίποτα. Και πιστέψτε μας, δεν πρόκειται για μια συνήθη αξιολογική επωδό, λίγο πολύ κοινή σε παρόμοιου είδους αυτοκίνητα. Η C 43 ανεβάζει σε χρόνο dt τριψήφια χιλιόμετρα. Έτσι από στροφή σε στροφή, χρειάζεσαι τρομακτική επιβραδυντική ικανότητα. Αλλά και σε διάρκεια. Ε, λοιπόν ακόμη κι όταν τα υγρά έβρασαν, δεν καταλάβαμε απώλεια δυναμικού...
Εμπρός σου, στη βάση του τιμονιού, υπάρχουν δύο μεγάλα κουμπιά. Αυτό δεξιά σου επιτρέπει να εναλλάσσεις εύκολα τα διαφορετικά προγράμματα οδήγησης (Individual, Comfort, Sport και Sport+), τα οποία επηρεάζουν τη συμπεριφορά της ανάρτησης, του συστήματος διεύθυνσης και του γκαζιού. Με το αριστερό μπορείς να διαμορφώνεις εξατομικευμένες ρυθμίσεις, όπως ο ήχος της εξάτμισης ή η σκληρότητα των προσαρμοζόμενων αμορτισέρ.. Οπότε μπορείς να κάνεις τις τέσσερις μπούκες να βρυχώνται για τη διασκέδασή σου. Ή να τις απενεργοποιήσεις όταν θέλεις μια πιο ήσυχη βόλτα. Αλλά ποιος θα ήθελε μια AMG για να κάνει βόλτα; Οπότε το κρατάς ενεργοποιημένο ανά πάσα στιγμή…
Παρόλο που όλη η φασαρία και οι αράδες που γράφονται για το αυτοκίνητο είναι για το στολίδι που κρύβεται στο μηχανοστάσιο, δεν πρέπει να ξεχνάμε την αξιοσημείωτη καμπίνα. Αν το εξωτερικό αποτελεί μια λαμπρή εξέλιξη της προηγούμενης γενιάς και σε αυτή την αναβάθμιση πάει λίγο παραπέρα, το εσωτερικό φιγουράρει με πιο έντονα κοντράστ.
Οι γνώστες της τεχνολογίας αναμφίβολα θα εκτιμήσουν αυτήν την τεράστια κεκλιμένη οθόνη 11,9 ιντσών που περιλαμβάνει σχεδόν όλες τις λειτουργίες του αυτοκινήτου. Με «ολο»καίνουργιο κεντρικό ιντερφέις και φιλικό στη χρήση. Δεν χρειάζεται λοιπόν να παίζεις με τον παλιό μη εργονομικό τροχό στην κονσόλα, καθώς όλα περνούν πλέον από την οθόνη, με την πλοήγηση να είναι πολύ απλή.
Μια δεύτερη οθόνη 12,3 ιντσών που βρίσκεται εμπρός σου παρέχει τις πληροφορίες οδήγησης. Πλήρως διαμορφώσιμη, ρυθμίζεται μέσω μιας σειράς φυσικών κουμπιών στο τιμόνι, αλλά χωρίς απτική ανάδραση, κάτι που δεν είναι και πολύ πρακτικό. Έστω κι έτσι, μπορείς να επιλέξεις τις πληροφορίες που θα εμφανίζονται ή να τις απενεργοποιήσεις εντελώς εάν δεν τις χρειάζεσαι. Όπως είναι φυσικό για τη C 43 υπάρχουν γραφήματα και δεδομένα ειδικά για τα μοντέλα AMG, όπως δείκτης g-force, χρονόμετρο γύρου κ.λπ.
Φυσικά το carbon look αφθονεί σε αυτό το αυτοκίνητο. Το ίδιο ισχύει και για το συνθετικό δέρμα και το ύφασμα από μικροΐνες με ραφές σε χρωματική αντίθεση. Που μπορεί να επιλεγεί σε κόκκινο χρώμα για να ταιριάζει με τις ζώνες. Η Mercedes-Benz, σε αντίθεση με την Porsche ή την BMW, δεν μας έχει συνηθίζει σε τέτοιες φανταχτερές επιλογές. Αλλά οι καιροί αλλάζουν και η Στουτγάρδη χρειάζεται να προσαρμόζεται στα σύγχρονα γούστα και τάσεις για να προσελκύσει νέους πελάτες. Βέβαια, στον διαμορφωτή της αντιπροσωπείας έχεις την επιλογή να αλλάξεις τις ζώνες σε μαύρες.
Αν και άνετη στην καμπίνα, η C 43 ως C-Class που είναι συνεχίζει να υποφέρει από άποψη χώρου για τα πόδια των πίσω. Ο χώρος για το κεφάλι είναι αρκετός, αλλά στους ψηλούς δεν θα αρέσει ότι τα γόνατά τους κολλάνε στην πλάτη των εμπρός καθισμάτων.
Όσον αφορά τον εξοπλισμό, φυσικά μην ψάχνετε για τρύπες. Με €86.154 που ξεκινά το αυτοκίνητο, διαθέτει πληθωρικό πακέτο εξοπλισμού. Με το δικό μας να διαθέτει δύο τρία πακέτα αισθητικής ουσίας, πανοραμική οροφή, 20άρες ζάντες και ηχοσύστημα Burmester 3D surround που ανέβασαν την τιμή παρά κάτι ψιλά στα 100 χιλιάρικα.
Διαμόρφωσε τη δική σου C 43 4MATIC στον configurator της αντιπροσωπείας, εδώ
Είναι προφανές ότι με τη C 43, η Mercedes-AMG αποδεικνύεται γι’ ακόμη μια φορά κορυφαία στην τέχνη εξέλιξης του αυτοκινήτου. Πάνω από όλα όμως, καταδεικνύει τη σημασία της ενεργού συμμετοχής της στη Formula 1. Η Mercedes-AMG C 43 θα μπορούσε να είναι το ιδανικό ενδιάμεσο μοντέλο μεταξύ της C 300 4MATIC και της σκληροπυρηνικής Mercedes-AMG C 63 S E PERFORMANCE;
Σπορ και κομψή, ωστόσο θα θέλαμε να είχε λίγο παραπάνω χαρακτήρα. Αλλά και μόνο που οι ενστάσεις μας αφορούν περισσότερο μια φιλοσοφική και πολιτικά ανορθολογική (πλέον) προσέγγιση της αυτοκίνησης, έστω και της σπορ τέτοιας, δείχνουν πως έχουμε να κάνουμε με ένα κορυφαίο στο είδος του αυτοκίνητο. Που τρέχει χωρίς αντίπαλο.
Mercedes-AMG C 43 4MATIC | |||
---|---|---|---|
Τι λέει το DRIVE | Η τοποθέτηση της C 43 από τη Στουτγάρδη είναι ανάμεσα στην τρυφηλή C 300 και στη σκληροπυρηνική C 63. Υπό αυτό το πρίσμα, οι Γερμανοί τα έχουν όλα καλώς καμωμένα. Οι ενστάσεις μας στις λεπτομέρειες είναι... νά 'χαμε να λέγαμε. | ||
Τιμή | Από €86.154 | ||
ΤΕΧΝΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ | |||
Τεχνολογία | MHEV, κινητήρας βενζίνης 1.991 cc, i4, 2 ΕΕΚ, 16v, ηλεκτρικό τούρμπο, ιντερκούλερ, έμμεσος και άμεσος ψεκασμός, 421 PS/6.750 rpm, 500 Nm/5.000, ηλεκτρικό μοτέρ 14 PS/160 Nm, μπαταρία ιόντων λιθίου, 9τάχυτο αυτόματο κιβώτιο | ||
Aπόδοση | 421 PS/500 Nm | ||
Διαστάσεις | 4.791 x 1.824 x 1.450 mm | ||
Χώρος αποσκευών | 455 lt | ||
Βάρος | 1.840 kg | ||
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ | |||
0-100 km/h | 4,3” | ||
Τελική ταχύτητα | 250 km/h | ||
Μέση κατανάλωση | 14,8 lt/100 km* | ||
Ρεζερβουάρ | 66 lt | ||
Εκπομπές CO2 | 202 g/km | ||
*Μέτρηση DRIVE | |||
Φωτογραφίες DRIVE Media Group/Θανάσης Κουτσογιάννης |