Το C1 μοιράζεται την ίδια πλατφόρμα πάνω στην οποία βασίζονται επίσης το Peugeot 108 και το Toyota Aygo. Αντίθετα με την προηγούμενη γενιά που τα τρία αυτοκίνητα (Aygo, 107, C1) διαφοροποιούνταν ελάχιστα μεταξύ τους, πλέον κάθε κατασκευαστής έχει διατηρήσει σε σαφώς μεγαλύτερο βαθμό τη δική του ταυτότητα.
Η Citroën είναι πιο τολμηρή στη σχεδιαστική προσέγγιση του εμπρός μέρους σε σχέση με την Peugeot και το αποτέλεσμα είναι πιο ξεχωριστό
Στο εσωτερικό, η συνολική εικόνα είναι σημαντικά αναβαθμισμένη σε σχέση με το παρελθόν. Η θέση οδήγησης είναι σωστή. Ρυθμίζεται σε ύψος και θα βολέψει τους περισσότερους. Η μόνη παρατήρηση αφορά στο τιμόνι, το οποίο ρυθμίζεται επίσης σε ύψος, αλλά πέφτει κάπως μακριά σε όσους άνω των 1,85 m δεν θέλουν να οδηγούν με αρκετά λυγισμένα γόνατα. Οι χώροι για τους πίσω επιβάτες είναι βελτιωμένοι επίσης, αλλά και πάλι όχι κορυφαίοι για την κατηγορία. Το ίδιο ισχύει και για το χώρο αποσκευών.
Στην καμπίνα υπάρχουν αρκετές θήκες για μικροπράγματα και η εργονομία είναι απλή. Η ποιότητα των πλαστικών είναι πολύ καλύτερη σε σχέση με το προηγούμενο μοντέλο και η συναρμογή στιβαρή σε γενικές γραμμές. Αλλά το πάνω χέρι σε αυτούς τους τομείς εξακολουθούν να έχουν τα Hyundai20/Kia Picanto και η άλλη τριπλέτα με τα Škoda Citigo, Seat Mii και VW up!.
Νεύρο
Ο κινητήρας είναι ένας 3κύλινδρος αλουμινένιος 1.200άρης με απόδοση 82 PS στις 5.750 rpm και ροπή 11,8 kgm. Ενώ ουσιαστικά δεν διαφέρει σε τίποτα με τον αντίστοιχο του 108, έχω την αίσθηση ότι στο C1 ακούγεται λίγο περισσότερο και γίνεται πιο αισθητός ο κραδασμός του. Ελάχιστα.
Η απόκριση στο γκάζι είναι άμεση, θυμίζοντας τα μικρά ατμοσφαιρικά GTi του παρελθόντος. Είναι ελαστικός για τα κυβικά του και τραβά μεστά από τα 30 km/h με 2η και από τα 60 km/h με 3η. Στις τυποποιημένες μετρήσεις, το C1 κάνει 0-100 km/h 11,5” και επιταχύνει μέχρι τα 170 km/h. Νούμερο που έρχεται σχετικά εύκολα στο κοντέρ. Η κατανάλωση των 6,2 lt/100 km κατά μέσο όρο δεν είναι και πάρα πολύ χαμηλή, αλλά είναι και το νεύρο του μοτέρ που σε παρασύρει να οδηγείς πιο σβέλτα απ’ ό,τι συνήθως.
Το πολύ καλό μοτέρ κολακεύει το κιβώτιο με τη σωστή κλιμάκωση και το στιβαρό λεβιέ. Έχει σχετικά μεγάλες διαδρομές, αλλά θετικό κούμπωμα. Η αίσθηση είναι πιο σπορτίβ από την τυπική αυτοκινήτου πόλης.
Με τους τροχούς υπό γωνία, το μπροστινό δεν είναι όσο ανάλαφρο και άμεσο φαντάζεσαι στην αλλαγή κατεύθυνσης, δεδομένων των μικρών διαστάσεων και του μόλις 900 kg βάρους. Έχει να κάνει με τη ρύθμιση της ανάρτησης, αλλά και το τιμόνι που δεν είναι ιδιαίτερα γρήγορο. Το όριο όμως είναι απρόσμενα υψηλό και η κλίση περιορισμένη. Η ανάρτηση, αποτελούμενη από γόνατα McPherson εμπρός και ημιάκαμπτο άξονα πίσω, ελέγχει σωστά το βάρος, χωρίς αγχωτικές ταλαντώσεις ή την υπερστροφική διάθεση που συνήθως εμφανίζουν τα αυτοκίνητα με κοντό μεταξόνιο. Αν παρόλα αυτά, παρασυρμένος από τη ζωντάνια του συνόλου ξεπεράσεις το όριο, το στάνταρ ESP θα σε επαναφέρει στην τάξη. Το πλαίσιο είναι πολύ σταθερό στο απότομο φρενάρισμα. Και τα ίδια τα φρένα είναι δυνατά. Το πεντάλ δεν απαιτεί ιδιαίτερη πίεση. Κάποιες φορές όμως το ABS αποδεικνύεται λίγο πιο ευαίσθητο απ’ ό,τι περιμένεις.
Στο ταξίδι, ο θόρυβος και το κάθισμα ίσως σε κουράσουν κάποια στιγμή, αλλά η σταθερότητα στις μεγάλες ταχύτητες είναι εντυπωσιακή. Η συγκεκριμένη έκδοση Airscape διαθέτει την ανοιγόμενη μαλακή οροφή. Σαφώς η κλειστή έκδοση που επίσης διατίθεται θα είναι λίγο καλύτερη από άποψη ηχομόνωσης. Όμως η συγκεκριμένη μαλακή οροφή είναι τεράστια και ανοιχτή η ατμόσφαιρα στην καμπίνα διαφέρει λίγο από ενός κανονικού κάμπριο. Είναι μάλιστα και πολύ καλή αεροδυναμικά, αφού τουλάχιστον μέχρι τα 80 km/h συζητάς χωρίς πρόβλημα με τον συνοδηγό σου, ενώ ακόμη και στα 130 km/h δεν νιώθεις τον αέρα να σου παγώνει το κορμί.
Η τιμή για την έκδοση της δοκιμής είναι €11.280 με όφελος απόσυρσης και Green Bonus. Δεν είναι και χάρισμα, αλλά ο εξοπλισμός είναι πλούσιος καθώς μεταξύ άλλων περιλαμβάνει αερόσακους οδηγού/συνοδηγού, πλαϊνούς και οροφής, Hill Assist, ηχοσύστημα MP3 με Bluetooth και USB, ηλεκτρικά παράθυρα εμπρός (τα πίσω ανοίγουν προς τα έξω), A/C και σύστημα ελέγχου πίεσης των ελαστικών.
Τι λέει το DRIVE
Αν το δεις σφαιρικά, δεν είναι το καλύτερο μίνι της αγοράς. Ωστόσο, χάρη στο μοτέρ και στην σπορτίβ οδική συμπεριφορά προσφέρει οδηγική ευχαρίστηση που δεν περιμένεις από αυτοκίνητο της κατηγορίας.
Τιμή από € 10.085
Τεχνολογία 1.199 cc, i3, 2 ΕΕΚ 12v, ψεκασμός, 82 PS/5.750 rpm, 11,8kgm/2.750 rpm, χειροκίνητο κιβώτιο πέντε σχέσεων, κίνηση στους εμπρός τροχούς
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ
0-100 km/h 11,5”
0-120 km/h 16,5”
0-140 km/h 24,3”
0-400 m 18,1” @ 125,3 km/h
0-1.000 m 33,3” @ 154,1 km/h
30-50 km/h (3η) 4,2”
50-80 km/h (3η) 5,7”
80-110 km/h (4η) 8,6”
110-140 km/h (5η) 18,7”
100-0 km/h 42 m
Τελική ταχύτητα 170 km/h
Κατανάλωση 6,2 lt/100 km
Εκπομπές CO2 99 g/km
Διαστάσεις 3.475 mm x 1.615 mm x 1.460 mm
Βάρος 900 kg
Μετρήσεις DRIVE