Οδηγούμε το μονοθέσιο BAC Mono

Οδηγούμε το μονοθέσιο BAC Mono

Παραίσθηση: Αυτό το μονοθέσιο με μόλις 1,9 kg/PS είναι η πιο ακραία, εγωκεντρική και απολαυστική έκφραση της έννοιας του «αυτοκινήτου δρόμου».

Αλλάζω στη μικρή τουαλέτα του box πιο γρήγορα κι από τον Σούπερμαν στον τηλεφωνικό θάλαμο και στέκομαι αμήχανα μπροστά στο BAC που περιμένει στην άκρη του pit lane.

Σχεδόν δεν νιώθω τη βροχή. Μια ομπρέλα καλύπτει το άνοιγμα του κόκπιτ, προσθέτοντας μία ακόμη στη σειρά των παραισθήσεων που βιώνω από την στιγμή που άκουσα τις λέξεις «μονοθέσιο» και «Spa» στην ίδια πρόταση. 

Ασυναίσθητα ρουφάω αμέσως την κοιλιά μου. Θα χωρέσω; Μόνο αυτό σκέφτομαι. Ναι! Ακόμη κι αν χρειαστεί να με πατήσει ο Θανάσης στο κεφάλι για να σφηνώσω. Δεν έχεις πολλές ευκαιρίες στη ζωή να οδηγήσεις ένα μονοθέσιο κατασκευασμένο εξ ολοκλήρου από ανθρακονήματα, με 520 άλογα στον τόνο. Και μάλιστα εδώ, στο Spa, στην καλύτερη πίστα του κόσμου. Αν δεν είναι φάρσα και δεν με έχουν εγκλωβίσει στο περιβάλλον του επόμενου Gran Turismo, σίγουρα έχω αρχίσει να έχω παραισθήσεις.

Δεν υπάρχει τίποτα πιο φουτουριστικό με τέσσερις τροχούς από το BAC Mono. Όπως παραδέχεται ο Ian Briggs, επικεφαλής σχεδιασμού και συνιδρυτής μαζί με τον αδελφό του Neill της Briggs Automotive Company, πριν αρχίσουν να τραβούν τις πρώτες γραμμές μελέτησαν ταινίες επιστημονικής φαντασίας, διαστημόπλοια, ρομπότ και αεροσκάφη. Υπάρχει όμως και κάτι συναισθηματικό στη σχεδίασή του. Χωρίς εμφανή αεροδυναμικά βοηθήματα, το σχήμα του ρευστό, σε κίνηση. Μπορείς να το πεις μέχρι και όμορφο. Ειδικά αν σε λίγο πρόκειται να στο παραχωρήσουν για δοκιμή… Δεν του φαίνεται, αλλά βγάζει πινακίδες κυκλοφορίας για χρήση σε δημόσιο δρόμο.

Γλυπτό
Πυρήνας της κατασκευής είναι ένα μονοκόκ από ανθρακονήματα, χτισμένο σύμφωνα με όλες τις προδιαγραφές ασφαλείας της FIA για μετωπικές και πλάγιες συγκρούσεις. Όχι πως έχει ιδιαίτερη σημασία, αλλά έτσι, για να περάσει η ώρα, παρατηρώ ότι η συναρμογή των πάνελ του αεροδυναμικού καλύμματος και των φτερών είναι εξαιρετική. Και το κόκπιτ απίστευτα ποιοτικό.

Το χείλος του ανοίγματος της μπανιέρας είναι ντυμένο με ένα λεπτό αφρώδες προστατευτικό και αδιάβροχο δέρμα σουέντ με πολύ προσεγμένη ραφή. Το ίδιο και το προσκέφαλο, κάτω από το air scoop, αλλά και κάποια κομμάτια μέσα στην μπανιέρα. Κατά τα άλλα, κυριαρχεί το γυμνό κάρμπον, όπως στα αγωνιστικά μονοθέσια.

Καθώς το μάτι πέφτει πάνω στο ρυθμιστή της κατανομής των φρένων και στο τετράγωνο αποσπώμενο τιμόνι με την ψηφιακή οθόνη, τα διάφορα κουμπιά και τα αλουμινένια paddles, νιώθω να βυθίζομαι όλο και πιο βαθιά στον κόσμο των παραισθήσεων. Το κάθισμα είναι φυσικά σταθερό, της Tillett. Το μόνο που ρυθμίζεται, αν έχεις εργαλεία και μηχανικό, είναι η θέση των πεντάλ.

Το ελαφρύ αεροδυναμικό κάλυμμα, φτιαγμένο επίσης από ανθρακονήματα, αφήνει σε κοινή θέα κάποια μηχανικά μέρη. Το κιβώτιο και η ανάρτηση μοιάζουν γλυπτά κοσμήματα σμιλευμένα σε μπλοκ πολύτιμων μετάλλων. Εξυπηρετούν εξίσου την πρόθεση των δημιουργών του BAC. Mono για υψηλή αισθητική και μηχανολογική τελειότητα.

Το σασμάν είναι της Hewland, 6άρι, ημιαυτόματο. Οι αλλαγές γίνονται από ένα πνευματικό σύστημα, που βασίζεται σε ένα κύκλωμα συμπιεσμένου αέρα.

Η ανάρτηση αποτελείται από διπλά ψαλίδια σε κάθε γωνιά, ράβδους ώσης και αμορτισέρ της SACHS που συνδυάζονται με ελατήρια της Eibach, οριζόντια τοποθετημένα κατά μήκος πάνω στο σασί. Όλοι οι βραχίονες είναι μελετημένοι αεροδυναμικά, έτσι ώστε να επηρεάζουν στο ελάχιστο δυνατό τη ροή του αέρα γύρω από το αυτοκίνητο. Εννοείται πως το ύψος, η σκληρότητα και η γεωμετρία είναι πλήρως ρυθμιζόμενα.

Φαντασίωση
Καθώς ο Antony Ashley της RSR σε ρόλο μηχανικού αγώνα μου δίνει τις τελευταίες οδηγίες λίγο πριν μπω στο κόκπιτ, η φαντασίωση περνά στην επόμενη φάση. «Συμπλέκτη μόνο για την 1η και όση ώρα η μπάρα της θερμοκρασίας είναι μπλε. Ύστερα τον ξεχνάς», ήταν τα τελευταία του λόγια.

Οι πιλότοι έχουν αρκετές προκαταλήψεις, μια από αυτές είναι η πλευρά από την οποία μπαίνουν στο μονοθέσιο. Εγώ πάω από τα αριστερά διότι έτσι έχω συνηθίσει να μπαίνω σε αυτοκίνητο, σηκώνοντας το δεξί πόδι. Πατάω και με τα δύο, πιάνομαι από τα πλαϊνά και αφήνω τα πόδια να γλιστρήσουν προς τα εμπρός. Πόσες φορές δεν έχω ονειρευτεί αυτήν ακριβώς την κίνηση…

Προς μεγάλη μου έκπληξη ΧΩΡΑΩ! Χωράω; Ε, περίπου. Τα πεντάλ είναι στην ιδανική απόσταση, το κάθισμα είναι όπως ακριβώς θα το ήθελα στη λεκάνη, οι ζώνες έχουν κι άλλο περιθώριο, για κάποιον με μεγαλύτερη κοιλιά.

Αλλά το πλάτος στους αγκώνες και τους ώμους είναι οριακό. Με δύο χέρια στο τιμόνι, μπορώ να το δουλεύω το πολύ μέχρι 60-70 μοίρες προς κάθε κατεύθυνση. Ούτε μισή στροφή. Ελπίζω να φτάνει.

Όλα ΟΚ!, γνέφω στους μηχανικούς και βάζοντας το δείκτη στο πλήκτρο αφής στο κέντρο του τιμονιού δίνω ζωή στον ατμοσφαιρικό 4κύλινδρο Cosworth που είναι απευθείας βιδωμένος πάνω στο κάρμπον μονοκόκ. Η κοντή εξάτμιση δίνει ένταση και ξερή αγωνιστική χροιά στον ήχο. Βρίσκει εύκολα ραλαντί, παρά την ειδική ισχύ των 122 ίππων. Όση ώρα περιμένω ακίνητος να ζεσταθούν τα λάδια, νιώθω ένα γλυκό μούδιασμα να ανεβαίνει από τη βάση της σπονδυλικής στήλης προς τον αυχένα.

Στη βάση του είναι Ford Duratec, αλλά με τη φροντίδα της Cosworth έχει αποκτήσει ξηρό κάρτερ, σφυρήλατες μπιέλες και πιστόνια, εξελιγμένες ροϊκά κεφαλές, τέσσερις πεταλούδες, εισαγωγή ram air από ανθρακονήματα. Η αναβάθμιση στο hardware μεταφράζεται σε απόδοση και κυρίως προσωπικότητα καθαρόαιμου. Άμεσα συνδεδεμένη όχι μόνο με τους 280 ίππους στις 7.700 rpm, αλλά με την ακαριαία απόκριση στο γκάζι και τον επικό ήχο λίγο πριν γεμίσει η μπάρα του στροφομέτρου στην ψηφιακή οθόνη του τιμονιού.

Κρίση πανικού
Το κούμπωμα της 1ης ακούγεται σαν βολή αεροβόλου. Ο συμπλέκτης δεν είναι ιδιαίτερα βαρύς, αλλά είναι απότομος, θέλει προσοχή. Με λίγο γκάζι παραπάνω γλιτώνω το ρεζιλίκι και κατηφορίζω καθισμένος ή καλύτερα ξαπλωμένος, δέκα πόντους πάνω από την άσφαλτο.

Η προοπτική από εδώ κάτω ξενίζει. Το μόνο σημείο αναφοράς είναι οι εμπρός τροχοί. Η ατμόσφαιρα μέσα στο κράνος αντιφατική. Ευτυχισμένος ήδη, έχοντας διανύσει μόλις 30 μέτρα, ξαναμμένος και ανυπόμονος να ζήσω την εμπειρία από τη μία. Και από την άλλη αγχωμένος, φοβισμένος καλύτερα, καθώς οι ουρανοί ανοίγουν μαζί με το pit lane.

Τούτο το πράγμα δεν έχει καμιά ηλεκτρονική ασπίδα προστασίας κι εγώ είμαι με τα χέρια κυριολεκτικά δεμένα. Τόσο που δεν μπορώ καλά καλά να στρίψω την κλειστή δεξιά στο τέλος του διαδρόμου που θα με φέρει στην κατηφορική ευθεία προς την Eau Rouge.

Οι πρώτοι τέσσερις πέντε γύροι είναι πραγματικό Βατερλό. Ο κραδασμός, η βαβούρα, η δυνατή βροχή, η εντύπωση ότι είμαι αόρατος και ευάλωτος καθισμένος εκεί κάτω με αποσυντονίζουν. Σχεδόν χάνω την αίσθηση του χρόνου, της ταχύτητας και της απόστασης.

Το αυτοκίνητο είναι τελείως διαφορετικό σε σχέση με ό,τι άλλο έχω οδηγήσει. Το τιμόνι είναι βαρύ, τα πεντάλ επίσης, το σασμάν… αδυσώπητο. Το ξέρω ότι πάω αργά, αλλά φοβάμαι ότι αν πιέσω το γκάζι μισό πόντο ακόμη θα ξυπνήσω το τέρας που κοιμάται. Και με τα χέρια δεμένα, δεν νιώθω σε θέση να ανταποκριθώ.

Drive through
Ρίχνω στον εαυτό μου μια ποινή drive through για να ξεμπλέξω από το κυκλοφοριακό που μάλλον εγώ είχα δημιουργήσει και πάμε πάλι…

Η βροχή έχει σταματήσει, η πίστα αργεί φυσικά να στεγνώσει, αλλά σίγουρα το σπρέι είναι λιγότερο και η ορατότητα καλύτερη. Σταδιακά ξαναβρίσκω την αυτοπεποίθησή μου και ανεβάζω ρυθμό προσπαθώντας να εφαρμόσω ό,τι έμαθα στην RSR Driving Academy. Στόχος, πέρα από την εμπειρία, να ξεπεράσω τα όρια που είχα βάλει νωρίτερα με τα «συμβατικά» αυτοκίνητα, ακόμη και με την McLaren.

Ψύχραιμος πλέον, ανακαλύπτω ότι πρόκειται για όπλο με τρομακτική αναλογία kg/PS, όχι όμως φονικό. Τουλάχιστον όχι για το χειριστή του. Το γκάζι έχει βάθος και διάρκεια, αλλά η δύναμη αποδίδεται ομαλά και σε καμία περίπτωση δεν εκθέτει το πλαίσιο. Αν πιστέψω την BAC, το 0-100 km/h γίνεται σε μόλις 2,8”. Highlight της εμπειρίας ο τρόπος που καρφώνει τις ταχύτητες το Hewland με το air shifter. Κάνει τα κιβώτια διπλού συμπλέκτη να μοιάζουν αργά και… metrosexual, για να μην πω γκέι.

Το πρόβλημα όταν χρησιμοποιείς μεταφορικά κάποιες εκφράσεις για να περιγράψεις κάτι, είναι πως όταν έρχεται η ώρα να χρησιμοποιήσεις τις ίδιες αυτές εκφράσεις με απόλυτη κυριολεξία, έχουν χάσει μέρος από τη δύναμή τους.

Λοιπόν, το BAC είναι το μόνο που μπορείς να περιγράψεις ως «μεγάλο καρτ» και να ακριβολογείς. Επίσης, είναι το μόνο αυτοκίνητο που πραγματικά «το φοράς». Δεν είναι προέκταση του κορμιού σου, είναι ΤΟ κορμί σου. Και ελέγχεται απευθείας από τον εγκέφαλο και το νευρικό σου σύστημα.

Το ρύγχος σημαδεύει με ακρίβεια χιλιοστού εκεί ακριβώς που κοιτάζεις. Η πληροφόρηση που μεταφέρει το τιμόνι είναι τόσο ανάγλυφη που νομίζεις θα μπορούσες να οδηγήσεις με κλειστά μάτια, μόνο με την αφή. Καταλαβαίνεις ότι έχεις να κάνεις με ένα καθαρόαιμο από τον τρόπο που συναινεί στο trailbraking, σε μια καμπή διαρκείας με ανάποδη κλίση. Ή όταν ήδη στο όριο, θέλεις να κλείσεις λίγο ακόμη την τροχιά.

Αντίθετα με άλλες κατασκευές που ποντάρουν πολύ στην αεροδυναμική, το BAC δεν είναι απόλυτο. Βασίζεται κυρίως στη μηχανική πρόσφυση που εξασφαλίζει ο μηχανολογικός σχεδιασμός του: Το χαμηλό κέντρο βάρους, η κατανομή 48:52 εμπρός πίσω, η αγωνιστική ανάρτηση με την ψαγμένη γεωμετρία, τα μόλις 540 kg, το μακρύ για τα δεδομένα της κατασκευής μεταξόνιο (κάτι ενδιάμεσο του μέσου όρου των σουπερμίνι και μικρομεσαίων).

Μα πάνω από όλα επιδιώκει την αλληλεπίδραση με τον οδηγό. Σε προειδοποιεί για την όποια τάση, σου δίνει το χρόνο να αντιδράσεις και, όντας ιδανικά ζυγισμένο, ανταποκρίνεται με συνέπεια στις διορθωτικές κινήσεις. Η «αντιπυρική» ζώνη, το διάστημα δηλαδή που μεσολαβεί από το γλίστρημα ως την έξοδο είναι ένας ολόκληρος νέος υπέροχος κόσμος. Μπορείς να ταξιδεύεις εκεί για ώρες, γράφοντας εντυπωσιακές τροχιές και πλατιά χαμόγελα.

Ψώνιο
Γύρο με τον γύρο, η απόσταση από τις ευθύνες και τα προβλήματα της πραγματικότητας άρχισε να μεγαλώνει. Άρχισα να ξεχνώ τα περίπου €100.000 που κοστίζει το BAC Mono, όπως και το γεγονός ότι αν χρειαζόταν κάποια μεγάλη διόρθωση με το τιμόνι δεν θα ήμουν σε θέση. Αφού φτάσαμε ως εδώ με το κεφάλι ψηλά και την αξιοπρέπεια αλάβωτη, ας μην πάμε γυρεύοντας.

Αυτή τη φορά ο κόσμος στο pit lane είναι ακόμη περισσότερος. Τους τράβηξε νωρίτερα την προσοχή ο ήχος του Mono και έσπευσαν να το δουν από κοντά και να το φωτογραφίσουν. Ξαπλωμένος σε ένα μονοθέσιο που κατηφορίζει το pit lane του Spa, όντας το κέντρο της προσοχής τόσων ανθρώπων, κουρασμένος αλλά πανευτυχής, δίνω στην απόλυτη οδηγική φαντασίωση το ιδανικό φινάλε. Δεν θέλει και πολύ ο άνθρωπος…

To BAC Mono με μια ματιά
Κυβισμός 2.300 cc
Κύλινδροι/βαλβίδες i4 / 16
Τροφοδοσία Πολλαπλός ψεκασμός, 4πετάλουδη εισαγωγή
Ιπποδύναμη 280 PS/7.700 rpm
Ειδική ισχύς 122 PS/lt.
Ροπή 28,5 kgm
Βάρος 540 kg
Kg/PS
1,9
0-100 km/h 2,8”
Τελική ταχύτητα 273 km/h
Διαστάσεις 3.952 x 1.800 x 1.110
Μεταξόνιο 2.565 mm
Ανάρτηση εμπρός Διπλά ψαλίδια, οριζόντια αμορτισέρ, ράβδοι ώσης
Ανάρτηση πίσω Διπλά ψαλίδια, οριζόντια αμορτισέρ, ράβδοι ώσης
Φρένα εμπρός/πίσω Αεριζόμενοι δίσκοι 295 mm AP Racing, 4πίστονες δαγκάνες AP Racing
Λάστιχα εμπρός 205/40 R17
Λάστιχα πίσω 245/40 R17

Ακολουθήστε το DRIVE στο Google News και τα Social Media
 

Google NewsFacebookTwitterInstagramYouTube