Τα φώτα ημέρας μπερδεύουν τους οδηγούς!
Μεγάλη μερίδα των οδηγών βασίζονται στα φώτα ημέρας σε χαμηλές φωτιστικές συνθήκες, αφήνοντας συχνά το πίσω μέρος του αυτοκινήτου χωρίς φωτισμό.
Οι οδηγοί βρίσκονται σε σύγχυση με τα φώτα ημέρας (DRL), αλλά ποια είναι η νομική απαίτηση για την τοποθέτησή τους στα αυτοκίνητα;
Σύμφωνα με έρευνα της RAC Opinion Panel σε 2.061 οδηγών, το 62% από αυτούς δήλωσαν ότι έχουν δει άλλα αυτοκίνητα και φορτηγά να κινούνται σε χαμηλές φωτιστικές συνθήκες χωρίς να έχουν αναμμένα τα πίσω φώτα, σημειώνοντας όμως ότι είχαν αναμμένα φώτα εμπρός. Το 15% δήλωσαν ότι δεν το έχουν παρατηρήσει και 23% ότι δεν ήταν σίγουροι.
Τα DRL είναι υποχρεωτικά στο εμπρός μέρος όλων των καινούργιων αυτοκινήτων και των μικρών βαν της ΕΕ από το 2011, αλλά παρόλο που ορισμένοι κατασκευαστές τα συμπεριλαμβάνουν και στο πίσω μέρος, αυτό δεν είναι υποχρεωτικό.
Όταν οι οδηγοί που συμμετείχαν στη έρευνα ερωτήθηκαν εάν το αυτοκίνητο που οδηγούν πιο συχνά έχει φώτα ημέρας, το 47% δήλωσε ότι δεν έχει, το 29% δήλωσε ότι έχει μόνο στο εμπρός μέρος και το 14% δήλωσε ότι έχει εμπρός και πίσω. Επιπλέον, το 8% ήξεραν ότι το αυτοκίνητό τους είχε DRL εμπρός, αλλά δεν ήταν βέβαιοι για πίσω.
Ο εκπρόσωπος του RAC για την οδική ασφάλεια, Pete Williams, δήλωσε: «Αυτό είναι δυνητικά πολύ ανησυχητικό εύρημα, καθώς υποδηλώνει ότι πολλοί οδηγοί οδηγούν χωρίς πίσω φώτα, πιστεύοντας ότι επειδή έχουν φώτα που ανάβουν αυτόματα εμπρός, το ίδιο συμβαίνει και στο πίσω μέρος».
«Εναλλακτικά και αναμφισβήτητα εξίσου ενδιαφέρον, είναι ότι αυτοί οι οδηγοί θα μπορούσαν απλώς να αποφάσισαν ότι οι συνθήκες φωτός δεν ήταν τόσο κακές που να χρειάζεται να ανάψουν τα φώτα πορείας ή τα φώτα θέσης».
Ο Williams συμβουλεύει τους οδηγούς να ελέγξουν αν τα αυτοκίνητά τους είναι εφοδιασμένα με DRL ή όχι και αν υπάρχουν μόνο εμπρός ή εμπρός και πίσω.
Η ΕΕ διερεύνησε την αποτελεσματικότητα των DRL το 2003 και διαπίστωσε ότι υπήρξε πιθανά μείωση των συγκρούσεων ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα αυτοκίνητα από 5% έως 15% από τον καιρό που έγινε υποχρεωτική η τοποθέτησή τους. Εντούτοις, αμερικανική μελέτη του 2008 υποβαθμίζει τη συνεισφορά τους μόλις στο 0,3%.