Το μίσος
Είναι πολλές φορές που βλέπουμε, αλλά δεν παρατηρούμε. Ο πολιτισμός της εικόνας έχει αυτή την παρενέργεια.
Πόσες φορές έχετε δει τον τελευταίο μήνα πλάνα με τους Χρυσαυγίτες. Τι έχετε παρατηρήσει; Για τα πρόσωπα, μιλώ. Αυτά τα παραμορφωμένα πρόσωπα, τα γεμάτα οργή και μίσος.
Μπορείς να διακρίνεις και άλλα συναισθήματα. Αλαζονεία για παράδειγμα, την έπαρση του ακαταδίωκτου, την απληστία της ad hoc εξουσίας, την άγρια χαρά του να προκαλείς τρόμο.
Κι έπειτα, μόλις κάποιοι συνελήφθησαν, πάλι τα πρόσωπα τους πρόδωσαν. Σαν παγιδευμένα αγρίμια. Αμήχανοι, φοβισμένοι, με μάτια που κοιτάζουν δεξιά αριστερά για διέξοδο. Χωρίς την ηρεμία ανθρώπων που εμφορούνται από ιδέες οι οποίες ξέρουν ότι δεν νικιούνται. Ας μίλησε αργότερα ο «Αρχηγός» μέσα από τη φυλακή ξεπατικώνοντας την ατάκα από το V for Vendetta. Δεν μπορεί να πείσει, διότι δεν έπεισε η στάση του σώματός του. Τον πρόδωσαν οι μύες του προσώπου του.
Όπως τους πρόδιδαν όλο τον καιρό πριν. Το μίσος ξεχείλιζε. Ένα μίσος που αν το αναλύσουμε σε πρωτόλειο επίπεδο πηγάζει κυρίως από την αποστροφή προς τον ίδιο τους τον εαυτό. Το έγραφε χρόνια πριν ο Κορνήλιος Καστοριάδης στο περίφημο κείμενό του «οι ρίζες του μίσους». Βέβαια, ο ίδιος προτείνει ως αξίωμα ότι το μίσος προς τον εαυτό και τους άλλους είναι μια οντολογική διάρθρωση της ανθρώπινης ύπαρξης, την οποία στη συνέχεια προσπαθεί να αμβλύνει η κοινωνικοποίησή της.
Προσωπικά δεν θέλω να το πιστεύω, τουλάχιστον για να μην με πιάνει απελπισία. Το μίσος για τον άλλον καλλιεργείται μέσα από τις ίδιες τις διαδικασίες κοινωνικοποίησης. Κατά τη διάρκεια της οργάνωσης των εθνικών κρατών υπήρξε το απαραίτητο εργαλείο συνένωσης. Η κατανόηση του εαυτού μας μέσω ετεροπροσδιορισμού ή αλλιώς το δικό μας έθνος κράτος είναι αυτό που είναι διότι όσοι «άλλοι» το περιβάλλουν, είτε το επιβουλεύονται είτε στην καλύτερη περίπτωση δεν είναι αντάξιοι του δικού μας κλέους.
Όμως διάολε δεν είμαστε πλέον και τόσο νέο έθνος-κράτος. Μετράμε αισίως 183 χρόνια ανεξαρτησίας. Θα έπρεπε να είναι αρκετά για να διαμορφώνουμε μια διαφορετική αντίληψη για τον «άλλο». Ειδικά ύστερα από την οδύνη του Πολέμου, ύστερα από τον Εμφύλιο, ύστερα από τη Χούντα θα έπρεπε να έχουμε εμπεδώσει κάποια μαθήματα που να μας προτρέπουν στην αποδοχή αξιών, οι οποίες στο κάτω κάτω έχουν τις απαρχές τους στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Θα έπρεπε να διαμορφώνουμε κάποια πανανθρώπινη συναντίληψη, δεδομένου πως τα τελευταία 40 χρόνια ανήκουμε σε μια Κοινότητα Κρατών μέσα στην οποία μπορούμε να κινούμαστε ελεύθερα και από την οποία έχουμε πάρει αρκετά.
Όμως, όχι! Στην Ελλάδα της δημοκρατίας και της φιλοσοφίας, όλα κατέρρευσαν στην πρώτη σοβαρή δυσκολία. Και εκεί αναδείχθηκε το σοβαρότερο έλλειμμά της, το οποίο λυπάμαι που το λέω αλλά θα αργήσει πολύ να μετατραπεί σε πλεόνασμα, διότι αυτή τη στιγμή δεν υπάρχει τέτοια σοβαρή βούληση. Έλλειμμα κοινωνικής παιδείας. Έλλειμμα αξιών. Το κυριότερο, αποδείχθηκε πως όλα αυτά τα χρόνια σωβούσε ο εθνικισμός, ένας ιδιότυπος εθνικισμός πως εμείς είμαστε οι έξυπνοι που τα τρώνε από τους Ευρωπαίους, πως εμείς είμαστε οι άνθρωποι που θα τα καταφέρουν την ύστατη στιγμή χάρη στην καπατσοσύνη, πως αρκεί το παρελθόν μας για να μας χρωστά χάρη όλος ο Δυτικός πολιτισμός.
Στο μεταξύ, ο λόγος της Αριστεράς υπήρξε μάλλον θωπευτικός ως προς όλη αυτή τη μυθολογία και πάντως σπάνια άκουγα σοβαρές παρεμβάσεις για αλλαγή νοοτροπίας, αλλά πολύ συχνά κριτική γιατί οι αυξήσεις δεν ήταν ακόμα μεγαλύτερες...
Όταν λοιπόν οι αξίες καταρρέουν ή ακόμα χειρότερα όταν οι αξίες δεν ήταν ποτέ παρά αναμασήματα του πολιτικού συστήματος και της κοινωνίας, τότε η ταύτιση με το «έθνος» ή τη θρησκεία ή ακόμα χειρότερα με τη ράτσα είναι αναπόφευκτα. Όταν δεν έχεις μάθει να αποδέχεσαι τον άλλο ή πολύ περισσότερο έχεις μάθει ότι εσύ πάντα έχεις το δίκιο, τότε είναι σχεδόν νομοτελειακό να αρχίσεις να μισείς θανάσιμα.
Αυτό πρέπει να σταματήσει. Τώρα! Υπεύθυνοι είμαστε όλοι μας. Και πολύ περισσότερο υπόλογοι απέναντι στην Ιστορία.