Μια εκδρομή
Εκεί στο ταβερνάκι της κυρίας Βάσως στην Ανδρίτσαινα, με τη βροχή να λυσσάει απ’ έξω και το παραδοσιακό μαγκάλι να ζεσταίνει το χώρο, είχαμε μια από τις πιο ωραίες συζητήσεις.
Τώρα που το σκέφτομαι, πού αλλού μπορούν να αλλαχθούν όμορφα λόγια, μαλακές διαφωνίες, «άχρηστες» πληροφορίες που σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο;
Στους διαδρόμους της Βουλής; Στα γραφεία των συνδικαλιστικών σωματείων; Στα στούντιο των καναλιών; Πουθενά δεν έχω συναπαντήσει μια «ανθρώπινη» ανταλλαγή απόψεων. Παρά μόνο σε παρέες που έτυχε να ανταμώσουν με δυο ακόμα ενδιαφέροντες ανθρώπους στη μέση του πουθενά και να στήσουν ένα ιδιότυπο γλέντι κουβεντούλας που μπορεί μέχρι και να σε αφυπνίσει.
Ανθρώπους όπως η κυρία Βάσω, με το επιτηδευμένα ξινισμένο ύφος που από κάτω έκρυβε τρυφερότητα απύθμενη. Ανθρώπους όπως ο Γιώργος, συνταξιούχος με αστείρευτες γνώσεις και κομμουνιστικά ιδεώδη, τα οποία όμως σου τα αποκάλυπτε αργά και μεθοδικά, με μια μαεστρία πρωτόγνωρη (τουλάχιστον σ’ εμένα) για αριστερό. Συνήθως σου πετάνε την αριστεροσύνη τους στα μούτρα με την πρώτη, προφανώς επειδή νομίζουν ότι μόνο με την ταμπέλα θα αποκτήσουν το ηθικό πλεονέκτημα και από εκεί και πέρα ό,τι πουν είναι νομιμοποιημένο.
Σε κουβέντα να είμαστε φυσικά, αλλά να, αυτό είναι το καλό του ταξιδιού. Μπορεί να γνωρίσεις ανθρώπους που κάτι αλλάζουν μέσα σου. Και προσωπικά το έχω ανάγκη, διότι τον τελευταίο καιρό μοιάζω λίγο με χύτρα που μαζεύει ατμό και χρειάζεται ένα χέρι να πατήσει τη βαλβίδα. Αυτό το χέρι μπορεί να είναι γνωστό κι αγαπημένο, μπορεί όμως να σου το προσφέρει και μια απλή χειρονομία ενός ανθρώπου που μόλις γνώρισες.
Σ’ εκείνο λοιπόν το ταβερνάκι, με το μαγκάλι και το απίστευτο φαγητό που η κυρία Βάσω μας προσέφερε σε ποσότητες που θα σκότωναν ελέφαντα, πήραμε όλοι λίγο τα γράδα μας. Τρίφτηκαν λίγο οι γωνίες μας και γνέψαμε καταφατικά και σχεδόν με ευγνωμοσύνη σε θεωρίες κολεκτιβοποίησης, παρόλο που κανένας από εμάς δεν τις ασπάζεται. Τις δεχτήκαμε για λίγο διότι μας μαλάκωσε το τσίπουρο και ο ήπιος λόγος του Γιώργου.
Λίγες ώρες μετά βρεθήκαμε στις Βάσσες, στον ναό του Επικούριου Απόλλωνα. Ένα εκπληκτικό έργο του Ικτίνου, του ίδιου αρχιτέκτονα που κατασκεύασε τον Παρθενώνα, κυριολεκτικά στη μέση του πουθενά, στα 1.130 μέτρα υψόμετρο. Καλυμμένος τον περισσότερο χρόνο από χιόνι, πάγο και ομίχλη, έχει ωστόσο αντέξει 2.500 χρόνια και πλέον είναι καλυμμένος από σκέπαστρο για να αντέξει τη φθορά.
Εκεί μας «ξενάγησε» ο Τάκης, ντόπιος, διορισμένος προφανώς με κάποιου είδους ρουσφέτι και με κάμποσα τσιπουράκια στο ρεζερβουάρ για να αντέξει τη μοναξιά, το κρύο και την αδικία που δεν παίρνει μετάθεση. Για να μπορέσει επιτέλους να παντρευτεί την κοπέλα του που την τραβολογάει δέκα χρόνια κι αν συνεχιστεί η αναλγησία του κράτους θα τον χωρίσει.
Κι όμως, ο Τάκης ήξερε τα πάντα για τον ναό. Η ζαλισμένη ξενάγησή του ήταν πιο περιεκτική και γλαφυρή από όσο θα μπορούσε να την κάνει ακόμα κι ένας έμπειρος ξεναγός. Ο Τάκης είναι το υπόδειγμα της διχασμένης ψυχής του Έλληνα. Το φιλότιμο και η αγάπη για τον τόπο του αντιπαλεύουν τη φυσική ροπή του για βόλεμα και την εναπόθεση των ελπίδων του (και γι αυτό και της οργής του) προς το Κράτος.
Ήξερε τα πάντα για την ιστορία και την αρχιτεκτονική δομή του ναού, για την αρπαγή (και αυτής) της ζωφόρου από τους Άγγλους και τις εργασίες αναστήλωσης. Καταλάβαινες την αγάπη του για το χώρο, αλλά διάολε αρκετά, τώρα ήθελε ρουσφετολογική μετάθεση για να φύγει. Μας έκανε δώρο τα βιβλία της ιστορίας του ναού με ιδιόχειρη αφιέρωση, όπως θα έκανε ένας σταρ και χάθηκε παραπατώντας στην ομίχλη για να κατέβει στο καφενείο του χωριού.
Κυρία Βάσω, που στα 76 σου κρατάς την ταβέρνα και στεναχωρήθηκες που δεν φάγαμε όλο το βουνό του φαγητού που μας προσέφερες, Γιώργο που διαβάζεις ιστορία, νομικά βιβλία και το Ριζοσπάστη, Τάκη που ψηφίζεις Νέα Δημοκρατία και «δικαιούσαι» τη μετάθεση, σας ευχαριστώ. Είμαστε τελικά καλύτεροι απ’ όσο νόμιζα. Τουλάχιστον οι περισσότεροι από εμάς...
[Πηγή φωτογραφίας Βαγγέλης Δούτσιος]