The end of the world (as we know it…)
Λογικά σε τρεις μέρες από την κυκλοφορία αυτού του τεύχους, ο κόσμος θα έχει καταστραφεί...
Ή μήπως έχει και δεν το έχουμε καταλάβει;
Δεν είμαι δα και πολύ μεγάλος. Ωστόσο θυμάμαι πως ο κόσμος μας παλιότερα ήταν πιο απλός, πιο συμβατός με τις συνάψεις του εγκεφάλου μας. Υπήρχαν βέβαια κρίσιμες στιγμές που αναρωτιόμασταν για το τέλος, εδράζονταν ωστόσο σε χειροπιαστή τρέλα. Ο πυρηνικός όλεθρος, ας πούμε. Αυτό ναι, ήταν μια απειλή. Είχε να κάνει με αποφάσεις ανθρώπων, με πρωτόκολλα και στρατηγικά σχέδια. Όλα παιδιά του ανθρώπινου παραλογισμού, ωστόσο με μια υφή. Η πυρηνική κεφαλή είναι μεταλλική. Το χέρι που θα πατήσει το κουμπί είναι σάρκινο.
Η σημερινή εσχατολογία μας περιβάλλει σαν ομίχλη. Σαν αεροψεκασμός, αν θέλετε, μιας και αυτή είναι η νέα συνωμοσιακή μόδα. Υπάρχει μια άυλη αβεβαιότητα, σαν τη μουσική ενός θρίλερ. Υπόκωφη, βασανιστική. Ο κόσμος, όπως τον ξέρουμε θα τελειώσει. Λοιπόν σας έχω νέα. Έχει τελειώσει ήδη. Έχουμε περάσει ήδη στο επέκεινα, αλλά σαν φαντάσματα που αρνούνται να το παραδεχτούν περνάμε ξυστά ανάμεσα σε αναμνήσεις, τρέμοντας μη σπάσουν, σαν το «καλό» βάζο της μαμάς. Ο κόσμος της αμέριμνης ρέκλας, της χαζοχαρούμενης ανεμελιάς, της καφενόβιας αντιπαράθεσης, της ανόδου διά της οσφυοκαμψίας, έχει τελειώσει! Finito! Πάπαλα!
Τίποτα δεν θα είναι το ίδιο στα χρόνια που έρχονται, διότι τα θεμέλια ήταν τόσο σαθρά που κι αυτά παρασύρονται μαζί με τα σκατά και τους πανσέδες, όλα ανάκατα προς τη θάλασσα. Δεν ξέρω αν μεγαλώνω και υπόκειμαι την αναπόδραστη συνέπεια της γκρίνιας και της απαισιοδοξίας. Ωστόσο τίποτα δεν μου φαίνεται το ίδιο. Κι επειδή το μυαλό κάνει περίεργες γέφυρες και οι αναμνήσεις έχουν μια τάση να εξωραΐζονται, μου έρχονται στο μυαλό οι χριστουγεννιάτικες μέρες πριν...
Τότε που ήμασταν ζωντανοί, όχι φαντάσματα. Ποτέ στα παιδικά μου χρόνια δεν θυμήθηκα αυτή τη χυδαία λαμπυρίζουσα θάλασσα από φώτα. Οι γειτονιές ήταν «σβηστές», αλλά οι καρδιές αναμμένες. Η κουζίνα μύριζε από βούτυρο και ζάχαρη άχνη, το δεντράκι ήταν μετρημένο, οι ανταλλαγές ευχών με τους γείτονες ανυπόκριτες. Ποτέ η μάνα μου δεν φοβήθηκε να με στείλει για τα κάλαντα κι εγώ θυμάμαι πως ούτε μια φορά δεν ξίνισα τα μούτρα αν τα χρήματα μου φαινόντουσαν λίγα. Άλλωστε ήμουν δασκαλεμένος να μην τα κοιτάω καν. Δεν ήταν δύσκολο να μπω στην νοοτροπία. Και τα δώρα που έπαιρνα από τους γονείς μου μετρημένα ήταν. Το πλεϊμομπίλ ήταν πολύτιμο διότι ερχόταν μία, άντε δύο φορές το χρόνο. Δεν μετρούσα τις επισκέψεις των συγγενών με το ζύγι της τζαμποσακούλας. Δεν περνούσε καν από το μυαλό μου. Τόσο έφτανε το μπόι όλων μας. Το «ρεβεγιόν» ήταν άγνωστη λέξη, η γαλοπούλα μια εξωτική και άνοστη όπως διαπίστωσα αργότερα, γεύση. Εμείς χοιρινό ή αρνάκι τρώγαμε. Στο χωριό θα πηγαίναμε σίγουρα λίγο πριν ή μετά τα Χριστούγεννα. Με το ψοφόκρυο, χωρίς καλοριφέρ, με το τζάκι και την ξυλόσομπα και την τουαλέτα παύλα ντουσιέρα έξω από το σπίτι. Ποτέ δεν τους άκουσα να λένε «θα κρυώσουν τα παιδιά». Τίποτα δεν πάθαμε, κι ας μην είχαμε ugg και Gor Tex. Ούτε έλκηθρα είχαμε. Αναποδογυρίζαμε ένα παλιό τραπέζι, το λιμάραμε στις γωνίες, το σπρώχναμε στην ανηφόρα και όποιον πάρει ο χάρος. Όπου ( και όπως) σταματήσουμε. Ποιος νοιάζεται; Ζούσαμε και τσακιζόμασταν και η μάνα μου, εκτός από τις δύο φορές που έσπασα τα χέρια μου, ποτέ δεν μου είπε «μην τρέχεις, μη σκαρφαλώνεις, μην κρυώσεις, μη βραχείς». Η μάνα μου, όλες οι μανάδες που ήξερα τότε ήταν γαλαντόμες, γεμάτες αγάπη, αλλά μπορούσαν να μας αστράψουν ανάστροφη, αν ήμασταν περισσότερο απαιτητικοί απ’ όσο πρέπει. Δεν ήταν οι χυδαίες «μανάδες του τζάμπα» που διαφημίζονται σήμερα. Τη λαμογιά δεν την ήξεραν ως έννοια και φυσικά ποτέ δεν θα τη δίδασκαν.
Και αναρωτιέμαι, τότε πώς διάολο ξεφύτρωσαν τόσα λαμόγια τις μέρες ύστερα από αυτές; Πώς αναπτύχθηκε αυτή η υποκουλτούρα της επίδειξης, της γυφτιάς, της τεθλασμένης οδού, των μαύρων χρημάτων; Γιατί μια ολόκληρη κοινωνία βυθίστηκε; Ποια έκαναν ακόμα και τα Χριστούγεννα μια ατελείωτη παρέλαση από τζιπ, μια θάλασσα από σφηνάκια, έναν κρότο από φελλούς σαμπάνιας; Ποια επέτρεψαν τα κάλαντα να μετατραπούν στα αθώα μυαλά των παιδιών σε μπίζνα;
Ευτυχώς το τέλος του κόσμου, όπως τον ξέραμε, όπως τον καταντήσαμε ήρθε. Ευτυχώς που έπρεπε να «πεθάνουμε» για να θυμηθούμε και να καταλάβουμε. Και να ξαναγεννηθούμε ενδεχομένως...