Γράφε να φύγουμε…
Το αυθεντικό είναι «κατούρα να φύγουμε», αλλά δεν είναι αρκετά σικ για τον τίτλο. Όπως και να έχει, αυτές τις ώρες το μόνο δεδομένο είναι η βιασύνη.
Λίγο πολύ όλους μας περιμένει ένα βαπόρι με υπεράριθμους επιβάτες, μια ουρά στο check-in κάποιου αεροδρομίου, ένα μποτιλιάρισμα σε μια εθνική. Η προσδοκία της απόλυτης χαλάρωσης ή του πιο ξέφρενου πάρτι, ενός καινούργιου έρωτα, μιας νέας περιπέτειας ή ό,τι άλλο φαντάζεται κανείς πως είναι οι καλοκαιρινές διακοπές.
Γενικά, όλο αυτό κρύβει μια ματαιότητα. Και μαρτυρά μια εσωτερική πάλη. Αυτό που απλοϊκά λέμε, «δεν με χωράει ο τόπος, τα ρούχα μου, η ζωή μου…». Είναι μια εκ των προτέρων αποτυχημένη απόπειρα απόδρασης.
Το διάστημα αυτό της υποτιθέμενης απόλυτης ελευθερίας, όπως ο καθένας την φαντάζεται, έχει ημερομηνία λήξης. Στην ουσία δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια αντίστροφη μέτρηση για την επιστροφή σε μια πραγματικότητα που τις περισσότερες φορές είναι πιο σκληρή τον Σεπτέμβριο.
Και φαίνεται και είναι. Η κλεψύδρα γυρνά την ώρα που πατάς το enter για να κάνεις τις κρατήσεις. Αν το καλοσκεφτείς, διακοπές είναι το διάστημα εκείνο που κάνεις σχέδια και ταξιδεύεις με το νου πολύ πιο μακριά από εκεί που τελικά η τσέπη σου ή άλλες υποχρεώσεις θα σου επιτρέψουν να φτάσεις.
Φοβάμαι ότι η ανεμελιά του καλοκαιριού είναι αποκλειστικά παιδικό προνόμιο που διαρκεί όσο μετράς τα παγωτά και τα μπάνια -αν πας και πρωί και απόγευμα πιάνεται για δύο. Για όσους έχουν περάσει αυτή τη φάση, είναι απλώς μια ψευδαίσθηση, καθοδηγούμενη από τα ανάλαφρα ρεπορτάζ των δελτίων ειδήσεων.
Το θέμα λοιπόν δεν είναι τόσο που θα πας διακοπές, αλλά που θα γυρίσεις. Διότι θα γυρίσεις, αργά ή γρήγορα. Στην ίδια σου τη ζωή που όσο προσπαθείς να αποδράσεις τόσο πιο στενά σου φαίνονται τα όριά της. |
Θα ήθελες λοιπόν να γυρίσεις σε ένα πιο ευοίωνο μέλλον. Σε μια εποχή που η εργασία δεν θεωρείται προνόμιο, αλλά δικαίωμα. Σε ένα ασφαλές περιβάλλον, οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά. Σε μια κοινωνία που ο καθένας θα απολαμβάνει την ελευθερία του, σεβόμενος την ελευθερία και τις διαφορετικές επιλογές του διπλανού. Σε ένα «κράτος» που θα σταματήσει επιτέλους να σε εκπλήσσει, διότι όποτε το κάνει είναι για κακό. Αλλά όλα αυτά μοιάζουν ουτοπικά στην Ελλάδα του 2014.
Αισθάνομαι λοιπόν απίστευτα τυχερός που παρόλα αυτά, έχω κάπου να γυρίσω. Πρώτα από όλα στους φίλους μου. Θυμάμαι από μικρός, ακόμη και όταν η προοπτική του σχολείου έμοιαζε εφιάλτης, με πόση όρεξη γυρνούσα στην Αθήνα για να δω τους φίλους μου. Και έπειτα στη δουλειά μου.
Τώρα θα πείτε, ρε μεγάλε, γίνεται κανείς να λαχταρά να γυρίσει στη δουλειά; Αν έχεις τη σπάνια ομολογουμένως τύχη αυτό που κάνεις να σε χαρακτηρίζει, να σου δίνει μια ιδιότητα που κουβαλάς με τιμή, τότε ναι. Υπάρχει στιγμή που λες, «αρκετά με τις διακοπές, θέλω να γυρίσω πίσω». Πόσω μάλλον αν δουλεύεις με τους φίλους σου, όπως συμβαίνει με εμάς εδώ.
Για άνθρωπος που γράφει τις τελευταίες αράδες του πριν φύγει για εκείνη την ουρά στο λιμάνι που λέγαμε, ακούγομαι μάλλον δυσοίωνος. Ίσως να τα γράφω πρώτα από όλα για να τα πιστέψω εγώ ο ίδιος. Μήπως καταφέρω τελικά και απομυθοποιήσω αυτό το τόσο άδικα μικρό διάστημα του χρόνου, σε σχέση με όλο το υπόλοιπο που αποτελεί την πεζή καθημερινότητα.
Ίσως πάλι είναι διότι απλώς λατρεύω την καθημερινότητα.