Τι είναι ο Αύγουστος;
DRIVE Team |
Δέκα ετών, στο πίσω κάθισμα του φορτωμένου μέχρι τα μπούνια αυτοκινήτου του πατέρα για το χωριό. Οι γονείς δουλεύουν. Διακοπές με τον παππού και τη γιαγιά. Not bad. Αμέτρητα χατίρια. Το όχι δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό τους. Τηγανητές πατάτες και λουκανικάκια κάθε μεσημέρι μετά το μπάνιο. Το απόγευμα πορτοκαλάδα και το βράδυ παγωτό. Τα μπάνια φυσικά μετράνε διπλά. Ένα το πρωί, ένα το απόγευμα. Μια βδομάδα 15 μπάνια, ένας μήνας 60. Κόντρα το Σεπτέμβρη με τους συμμαθητές σου, ποιος έκανε περισσότερα. Και χιλιόμετρα αμέτρητα με το ποδήλατο στα γύρω χωριά και ψέματα στο μπαμπά και στη μαμά στο τηλέφωνο ότι είσαι καλό παιδί, ενώ του παππού και της γιαγιάς τους έχεις βγάλει το λάδι.
Δεκαέξι ετών, στο καφενείο του χωριού, σερβιτοράκι. Δουλειά για χαρτζιλίκι. Καλό παιδί, εγγονός του τάδε, ανιψιός του άλλου, γιος εκείνου. Πέφτει το πουρμπουάρ. Μετά τη δουλειά, μαγκιές με τα ποδήλατα. Πού και πού κάνα μηχανάκι από ντόπιο φίλο του χωριού που καβαλάει από τα 12. Για μπάνιο πάντα σε άλλη παραλία, στο δίπλα χωρίο. Πιο in, λιγότεροι γνωστοί της οικογένειας. Ποιος πούστης το κάρφωσε για το αγροτικό; Ο μπάρμπας φταίει που το αφήνει πάντα ξεκλείδωτο με το κλειδί στο πατάκι. Τα πρώτα καψουρέματα, τα πρώτα μεθύσια, τα πρώτα ξενύχτια. Ξημέρωσε κι ακόμη το κρεβάτι σου στρωμένο. Στο πόδι όλη νύχτα η γιαγιά. Δεν θα πει τίποτα στη μάνα.
Ενήλικος πλέον, 18. Σχολείο τέλος. Πανελλαδικές τέλος. Πέρασες, δεν πέρασες, ποιος ξέρει; Προσπάθησες πάντως. Γι’ αυτό ο πατέρας ξηγήθηκε χαρτζιλίκι. Διακοπές μόνος. Δηλαδή με παρέα. Μπακουροπαρέα. Στη Πάρο. Μεσημέρι Πούντα, βράδυ Νάουσα. Πανικός. Clubbing μέχρι το πρωί. Φιγούρα και κεράσματα αβέρτα. Δεν μπορεί, όλο και κάποια θα τσιμπήσει. Σιγά μη τσιμπήσει. Μόνο μεθυσμένες Αγγλίδες πλησιάζουν την παρέα με τους κάφρους. Δεν σου αρέσει καμιά. Όσο και να πιεις, εκείνη η συμμαθήτριά σου που γούσταρες όλο το χειμώνα δεν φεύγει από το μυαλό. Γυρίζεις Αθήνα. Το κουτί με τα προφυλακτικά άθικτο. Κι όπου να ‘ναι θα βγουν και οι βάσεις. Πέρασες;
Στα 25, διακοπές με το πρώτο σου αυτοκίνητο. Το δικό σου, εντελώς δικό σου. Που το πληρώνεις με τα δικά σου λεφτά. Μεγάλη υπόθεση. Χαλάλι το σαράκι των 50, 60, 70 δόσεων. Ανεξάρτητος πλέον. Δεν ρωτάει κανείς πού θα πας, πόσο θα κάτσεις, πότε θα γυρίσεις; Ή μάλλον ρωτάει, αλλά δεν είσαι υποχρεωμένος να απαντήσεις. Δύο πράγματα στο πορτμπαγκάζ κι όπου βγάλει ο δρόμος. Αρκεί το ταξίδι να είναι μεγάλο και να μην έχει πολλές ευθείες. Καλύτερα χωρίς γκόμενα, γιατί αυτές ζαλίζονται κιόλας στο στροφιλίκι. Θα βρεις εκεί. Πού; Όπου υπάρχουν φίλοι. Πας τελευταίος και κάνεις εντύπωση. Έχεις δικό σου αυτοκίνητο, είπαμε... Μετά το κλαμπάκι την πας μια βόλτα ήρεμη. Αυτή η νύχτα μένει. Αύριο το πρωί πρέπει να φύγει ή να φύγεις. Γκαντεμιά. Θα την ξαναδείς αρχές Σεπτέμβρη στο Λυκαβηττό. Συναυλία Παπάζογλου, όπως κάθε χρόνο.
Στα τριάντα, Κουφονήσια με «σχέση». Μόνιμη πλέον, μετά από δύο χρόνια. Ευτυχώς, δεν ονειρευόταν από μικρή νυφικά και μπομπονιέρες. Ανεβαίνει στη μηχανή σου, κάνει camping και γυμνισμό και δεν θέλει περισσότερο από ένα σακίδιο πλάτης για μια εβδομάδα. Βλέπετε τα ίδια όνειρα, κάνετε τα ίδια ταξίδια με ανοιχτά και κλειστά μάτια. Δεν χρειάζεται να της μιλάς συνέχεια, διαβάζει την ουσία στη σιωπή σου. Και δεν την πειράζει που δυο τρεις φορές την ημέρα το κινητό σου χτυπάει για δουλειά. Πειράζει εσένα, όμως. Πρώτη φορά σε διακοπές αγοράζεις εφημερίδα. Πρώτη φορά σε διακοπές νιώθεις να σε κυνηγάει το άγχος της δουλειάς. Και το άγχος για το μέλλον γενικότερα.
Στα 35, η χαμένη αθωότητα έχει τη μορφή του all inclusive ξενοδοχείου με την πισίνα, τα μαγαζιά και την οργανωμένη παραλία. Δεν αγοράζεις μόνο εφημερίδα. Παρακολουθείς και ειδήσεις. Και να ήθελες να γλιτώσεις δηλαδή δεν γίνεται. Παντού σε αυτό το κωλοξενοδοχείο υπάρχει τηλεόραση. Και WiFi internet για το laptop. Σου πρήζουν το συκώτι κάθε μέρα από τη δουλειά, αλλά τουλάχιστον, υπάρχει δουλειά. Κάτι είναι κι αυτό.
Δεκαέξι ετών, στο καφενείο του χωριού, σερβιτοράκι. Δουλειά για χαρτζιλίκι. Καλό παιδί, εγγονός του τάδε, ανιψιός του άλλου, γιος εκείνου. Πέφτει το πουρμπουάρ. Μετά τη δουλειά, μαγκιές με τα ποδήλατα. Πού και πού κάνα μηχανάκι από ντόπιο φίλο του χωριού που καβαλάει από τα 12. Για μπάνιο πάντα σε άλλη παραλία, στο δίπλα χωρίο. Πιο in, λιγότεροι γνωστοί της οικογένειας. Ποιος πούστης το κάρφωσε για το αγροτικό; Ο μπάρμπας φταίει που το αφήνει πάντα ξεκλείδωτο με το κλειδί στο πατάκι. Τα πρώτα καψουρέματα, τα πρώτα μεθύσια, τα πρώτα ξενύχτια. Ξημέρωσε κι ακόμη το κρεβάτι σου στρωμένο. Στο πόδι όλη νύχτα η γιαγιά. Δεν θα πει τίποτα στη μάνα.
Ενήλικος πλέον, 18. Σχολείο τέλος. Πανελλαδικές τέλος. Πέρασες, δεν πέρασες, ποιος ξέρει; Προσπάθησες πάντως. Γι’ αυτό ο πατέρας ξηγήθηκε χαρτζιλίκι. Διακοπές μόνος. Δηλαδή με παρέα. Μπακουροπαρέα. Στη Πάρο. Μεσημέρι Πούντα, βράδυ Νάουσα. Πανικός. Clubbing μέχρι το πρωί. Φιγούρα και κεράσματα αβέρτα. Δεν μπορεί, όλο και κάποια θα τσιμπήσει. Σιγά μη τσιμπήσει. Μόνο μεθυσμένες Αγγλίδες πλησιάζουν την παρέα με τους κάφρους. Δεν σου αρέσει καμιά. Όσο και να πιεις, εκείνη η συμμαθήτριά σου που γούσταρες όλο το χειμώνα δεν φεύγει από το μυαλό. Γυρίζεις Αθήνα. Το κουτί με τα προφυλακτικά άθικτο. Κι όπου να ‘ναι θα βγουν και οι βάσεις. Πέρασες;
Στα 25, διακοπές με το πρώτο σου αυτοκίνητο. Το δικό σου, εντελώς δικό σου. Που το πληρώνεις με τα δικά σου λεφτά. Μεγάλη υπόθεση. Χαλάλι το σαράκι των 50, 60, 70 δόσεων. Ανεξάρτητος πλέον. Δεν ρωτάει κανείς πού θα πας, πόσο θα κάτσεις, πότε θα γυρίσεις; Ή μάλλον ρωτάει, αλλά δεν είσαι υποχρεωμένος να απαντήσεις. Δύο πράγματα στο πορτμπαγκάζ κι όπου βγάλει ο δρόμος. Αρκεί το ταξίδι να είναι μεγάλο και να μην έχει πολλές ευθείες. Καλύτερα χωρίς γκόμενα, γιατί αυτές ζαλίζονται κιόλας στο στροφιλίκι. Θα βρεις εκεί. Πού; Όπου υπάρχουν φίλοι. Πας τελευταίος και κάνεις εντύπωση. Έχεις δικό σου αυτοκίνητο, είπαμε... Μετά το κλαμπάκι την πας μια βόλτα ήρεμη. Αυτή η νύχτα μένει. Αύριο το πρωί πρέπει να φύγει ή να φύγεις. Γκαντεμιά. Θα την ξαναδείς αρχές Σεπτέμβρη στο Λυκαβηττό. Συναυλία Παπάζογλου, όπως κάθε χρόνο.
Στα τριάντα, Κουφονήσια με «σχέση». Μόνιμη πλέον, μετά από δύο χρόνια. Ευτυχώς, δεν ονειρευόταν από μικρή νυφικά και μπομπονιέρες. Ανεβαίνει στη μηχανή σου, κάνει camping και γυμνισμό και δεν θέλει περισσότερο από ένα σακίδιο πλάτης για μια εβδομάδα. Βλέπετε τα ίδια όνειρα, κάνετε τα ίδια ταξίδια με ανοιχτά και κλειστά μάτια. Δεν χρειάζεται να της μιλάς συνέχεια, διαβάζει την ουσία στη σιωπή σου. Και δεν την πειράζει που δυο τρεις φορές την ημέρα το κινητό σου χτυπάει για δουλειά. Πειράζει εσένα, όμως. Πρώτη φορά σε διακοπές αγοράζεις εφημερίδα. Πρώτη φορά σε διακοπές νιώθεις να σε κυνηγάει το άγχος της δουλειάς. Και το άγχος για το μέλλον γενικότερα.
Στα 35, η χαμένη αθωότητα έχει τη μορφή του all inclusive ξενοδοχείου με την πισίνα, τα μαγαζιά και την οργανωμένη παραλία. Δεν αγοράζεις μόνο εφημερίδα. Παρακολουθείς και ειδήσεις. Και να ήθελες να γλιτώσεις δηλαδή δεν γίνεται. Παντού σε αυτό το κωλοξενοδοχείο υπάρχει τηλεόραση. Και WiFi internet για το laptop. Σου πρήζουν το συκώτι κάθε μέρα από τη δουλειά, αλλά τουλάχιστον, υπάρχει δουλειά. Κάτι είναι κι αυτό.