«Όσο πρέπει»
- - Πόσο θα αντέξουμε;
- - Όσο πρέπει
- - Ναι, εύκολο να το λες, αλλά μέχρι πότε;
- - Μέχρι να περάσει
Αυτός ο διάλογος, με ελάχιστες παραλλαγές, γίνεται συχνά πυκνά στη βεράντα μας, τα βράδια που γυρίζω απ’ τη δουλειά. Φτάνω σκοτωμένος, με τα μηνίγγια σφιγμένα από την υπερένταση, όμως μόλις τη βλέπω ο κόμπος λύνεται, μόλις την αγκαλιάζω οι τεντωμένοι μύες των ώμων ξαφνικά αναλαγιάζουν.
«Έξω έχει δροσιά, να σου βγάλω να φας;»
Έχει όντως βάλει δροσιά. Σε λίγες μέρες μπορεί να θες να ρίξεις και κάτι επάνω σου. Οι νύχτες έχουν γλυκάνει. Ούτε καν τα «κωλόπαιδα» με τα πειραγμένα παπάκια που ανεβοκατεβαίνουν δεν μπορούν να μ’ ενοχλήσουν. Μια εσωτερική γαλήνη, αλλόκοτη, παράταιρη, ανισοβαρής, αν καλοσκεφτείς πόσο ζόρικα είναι τα πράγματα.
Αυτή έχει πάντα μια συννεφιά μπροστά στα μάτια. Προσπαθεί τις περισσότερες φορές να μου την κρύψει αλλά την ξέρω. Έχει καθίσει πάνω τους εδώ και πολλούς μήνες. Όσους είναι άνεργη. Δεν τη ρωτάω πώς πέρασε τη μέρα. Δεν τη ρωτάω πόσα βιογραφικά έστειλε, με ποιους μίλησε για δουλειά. Ξέρω πως αν είχε προκύψει κάτι θα μ’ έπαιρνε τηλέφωνο, παρόλο που το σιχαίνεται. «Γυναίκα που σιχαίνεται το τηλέφωνο!» είχα σκεφτεί όταν τη γνώρισα «και μόνο γι’ αυτό αξίζει πρόταση γάμου...».
Καθόμαστε, τρώμε, γελάμε, συνήθως με καραγκιοζιλίκια που κάνω. Βάζει ένα τραγούδι που μας αρέσει, σωπαίνουμε, παλιότερα χορεύαμε κιόλας. Με εκείνο το λυτρωτικό ξεσάλωμα που κάνεις όταν δεν ντρέπεσαι πως θα κοιτάξουν άγνωστοι και πιθανόν να γελάσουν. Πόσο ζηλεύω τους ανθρώπους που δε δίνουν δεκάρα για το τι θα πουν γι’ αυτούς.
Και κάπου εκεί έρχεται η αναπόφευκτη κουβέντα. Φτάνουν τα λεφτά; Όχι. Με πήρε τη τράπεζα πάλι σήμερα. Και τι της είπες; Πως αύριο θα πάμε να τους ξεχρεώσουμε... τι να τους πω! Όταν έχουμε. Πόσο θ’ αντέξουμε; Όσο πρέπει.
Καμιά φορά με ρωτά, σχεδόν επιθετικά, πώς τα καταφέρνω και έχω αυτή την αισιοδοξία. Την ξέρει την απάντηση. Η ίδια το έχει εντοπίσει εξαιρετικά εύστοχα: «Εσένα τουλάχιστον σου αρέσει αυτό που κάνεις», μου είχε πει. «Φαίνεται, από τον τρόπο που πετάγεσαι το πρωί, από τα μάτια σου όταν μιλάς γι’ αυτή. Ακόμα κι όταν τη βρίζεις, το κάνεις, πώς να το πω, τρυφερά».
Δίκιο έχει. Η δουλειά που κάνω είναι υπεύθυνη για το γεγονός ότι αντέχω. Όχι όμως επειδή οδηγώ καινούργια αυτοκίνητα, όχι επειδή ταξιδεύω, ή ότι βγαίνω από το γραφείο για φωτογραφίσεις. Και γι’ αυτά, αλλά όχι κυρίως. Η αίσθηση της δημιουργικότητας. Η δουλειά που κάνω είναι ένα παιχνίδι με Lego. Κάθε μήνα φτιάχνω (όλοι μας) ένα κατασκεύασμα το οποίο «φωτογραφίζω», το στέλνω κοινοποίηση προς κάθε ενδιαφερόμενο και μετά το χαλάω για να φτιάξω ένα νέο, ξανά και ξανά.
Αυτό της στοιχίζει εκείνης, πιο πολύ από την πληγωμένη περηφάνια της όταν της αφήνω λεφτά στο τραπέζι πριν φύγω, πιο πολύ απ’ το γεγονός ότι μένει μόνη. Η έλλειψη δημιουργικότητας. Αυτό που είχε συνηθίσει τόσα χρόνια. Για ανθρώπους που η δουλειά τους είναι συνυφασμένη με τη δημιουργικότητα, με τη φαντασία και το ξεπέταγμα της ιδέας, η απώλειά της φαντάζει πνευματική αποχαύνωση. Είδαμε μια φίλη τις προάλλες. Ο ορισμός του ελεύθερου πνεύματος. Χρόνια κριτικός κινηματογράφου, υπεύθυνη πολιτισμικών ενθέτων, πάντα «αλλοπαρμένη» με μια συναισθηματική νοημοσύνη πολύ πάνω του μέσου όρου. Τρομάξαμε. Έχει χάσει κιλά, χαμόγελο, διάθεση και το κυριότερο είχε αμβλυνθεί, ήταν φανερό, εκείνη η αλλόκοτη οπτική της για τη ζωή. Όλο για τα λεφτά μιλούσε, που δεν της φτάνουν, και για τα δεσμά που της επιβάλλουν στη δουλειά. Τα πνευματικά εννοώ. Αυστηρά ρεπορταζιακά, γιατί δεν ενδιαφέρεται, λέει, ο κόσμος για τέχνη. Έχει πιο βασικές ανάγκες...
Χέσε τις «βασικές» ανάγκες. Ποιος τις ορίζει; Ποιες είναι; Δεν το βλέπεις πως τρώνε το μέσα μας; Συζητούσαμε όλο το βράδυ. «Έχεις δίκιο», μου είπαν κάποια στιγμή και οι δύο. «Η βασική μας “ανάγκη” είναι η δημιουργικότητα και με κάποιο τρόπο, με νύχια και με δόντια, θα την ανακτήσουμε». Γι’ αυτό σου λέω. Θα πρέπει να αντέξουμε. Για όσο πρέπει...