Μας πιάσανε τον πόλο…
DRIVE Team |
Αλήθεια, προσπαθώ να είμαι ψύχραιμος όταν οδηγώ. Παλιότερα άναβα σα σπίρτο. Ήθελα βλέπετε να έχουν όλοι το ήθος που μου έδωσαν από το σπίτι μου και το συμπλήρωσα στο σχολείο ή κάνοντας φίλους που ήταν (και είναι) καλύτεροι άνθρωποι από εμένα.
Έβλεπα να ρίχνει κάποιος το άδειο πακέτο από το παράθυρο και με χτύπαγε ηλεκτρικό ρεύμα. Κοιτούσα άναυδος να κρατάνε στην αγκαλιά τους μικρά παιδιά στο εμπρός κάθισμα εν είδει ζωντανών αερόσακων, πρόσφορο στο Χάρο. Άδειαζε κάποιος άλλος το τασάκι του στο δρόμο και νόμιζα ότι το έκανε πάνω στο χαλί του σπιτιού μου. Ήθελα κυριολεκτικά να κοπανήσω όσους οδηγούσαν στη ΛΕΑ. Αυτό το τελευταίο ακόμα το θέλω.
Εδώ που τα λέμε, όλους ήθελα να τους βρίσω. Οι ελληνικοί δρόμοι άλλωστε είναι μια περιγραφή της συνολικής κατάστασης της κοινωνίας. Με κυριότερη την προσωπική και κατά το δοκούν νομιμοποίηση της ανομίας. Του «έλα μωρέ», του «άλλο εγώ», του «και τι έγινε;». Αργότερα κατάλαβα και ηρέμησα. Είμαι μάλλον ασύμβατος με το ελληνικό κοινωνικό περιεχόμενο. Σαν όγδοος νάνος. Στη συνέχεια συνειδητοποίησα ότι είμαστε αρκετοί, αλλά σκορπισμένοι και λίγο-πολύ παραιτημένοι. Αναρωτιόμουν λοιπόν μαζί με κάποιους από αυτούς τι θα ψηφίσουμε στις επόμενες εκλογές. Η αμηχανία όλων μας ήταν έκδηλη. Πώς όταν κάποιος βγαίνει από το STOP και σε βρίζει επειδή δεν πρόσεχες, πώς όταν κάποιος μπαίνει ανάποδα στο δρόμο και σου λέει να κάνεις λίγο στην άκρη για να χωρέσει να περάσει, πώς όταν κάποιον τον σταματά το μπλόκο της Αστυνομίας για υπερβολική ταχύτητα και αρχίζει να βρίζει το κράτος που βάζει τα όρια και μετά να παζαρεύει για ευνοϊκότερη μεταχείριση, κάπως έτσι. Η αμηχανία απέναντι στην άρνηση του προφανούς. Το σάστισμα απέναντι στη διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Αυτό είναι. Είμαι σαστισμένος, όπως θα ήμουν αν κάποιος έβαζε χέρι σε μια γυναίκα και μόλις αυτή γύριζε να έδειχνε εμένα. Τιμωρούμαι για κώλο που δεν έπιασα. Ακόμα χειρότερα, τιμωρούμαι επειδή έπιασαν τον δικό μου κώλο.
Και ξαφνικά, λίγο πριν τις εκλογές, βρίσκομαι σε μια τεχνητή πόλωση που δεν είναι δική μου και δεν θα έπρεπε να είναι κανενός. Η πόλωση όμως έχει ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Καταργεί τη σκέψη. Βολεύει τα μυαλά. Σε βγάζει από τη δύσκολη θέση να είσαι ο κύριος των πράξεών σου, σε τοποθετεί στη ζεστή θαλπωρή του μέλους της αγέλης. Η πόλωση προϋποθέτει δαιμονοποίηση του άλλου. Η δαιμονοποίηση του άλλου προϋποθέτει έλλειμμα ιδεών και περίσσευμα του θράσους που ανέφερα πιο πάνω. Και κάτι άλλο όμως: προϋποθέτει πονηρή σκέψη και βαθειά γνώση των αδυναμιών του κοινού στο οποίο απευθύνεσαι. Οι μεν ποντάρουν στο φόβο για χάσιμο κεκτημένων, οι δε εντέχνως ποντάρουν στην ελπίδα για επανάκτηση κεκτημένων. Ουδείς διανοείται να ταράξει συνειδήσεις με την απλή και ορατή δια γυμνού οφθαλμού διαπίστωση ότι η ελληνική κοινωνία έχει δομικό πρόβλημα, δηλαδή σαθρά ηθικά και πολιτικά θεμέλια, στρεβλές νοοτροπίες, προφανή περιφρόνηση στη νομιμότητα και στο τέλος-τέλος, σοβαρή κρίση παιδείας. Είναι κρίμα που η κρίση μάς βρήκε σε τέτοιο τέλμα και μας διέλυσε. Είναι δύο φορές κρίμα που η διαχείριση της κρίσης έγινε από ανθρώπους ανάξιους και περιδεείς. Ωστόσο, το έχω ξαναγράψει, μήπως θα πρέπει να σκεφτούμε ότι η ένταση της οικονομικής κρίσης ήταν τόσο μεγάλη επειδή στην ουσία βρήκε ανοχύρωτη πόλη; «Κι εμείς φωνάζαμε ζήτω και γεια, σαν κάθε μέρα…».
Εδώ που τα λέμε, όλους ήθελα να τους βρίσω. Οι ελληνικοί δρόμοι άλλωστε είναι μια περιγραφή της συνολικής κατάστασης της κοινωνίας. Με κυριότερη την προσωπική και κατά το δοκούν νομιμοποίηση της ανομίας. Του «έλα μωρέ», του «άλλο εγώ», του «και τι έγινε;». Αργότερα κατάλαβα και ηρέμησα. Είμαι μάλλον ασύμβατος με το ελληνικό κοινωνικό περιεχόμενο. Σαν όγδοος νάνος. Στη συνέχεια συνειδητοποίησα ότι είμαστε αρκετοί, αλλά σκορπισμένοι και λίγο-πολύ παραιτημένοι. Αναρωτιόμουν λοιπόν μαζί με κάποιους από αυτούς τι θα ψηφίσουμε στις επόμενες εκλογές. Η αμηχανία όλων μας ήταν έκδηλη. Πώς όταν κάποιος βγαίνει από το STOP και σε βρίζει επειδή δεν πρόσεχες, πώς όταν κάποιος μπαίνει ανάποδα στο δρόμο και σου λέει να κάνεις λίγο στην άκρη για να χωρέσει να περάσει, πώς όταν κάποιον τον σταματά το μπλόκο της Αστυνομίας για υπερβολική ταχύτητα και αρχίζει να βρίζει το κράτος που βάζει τα όρια και μετά να παζαρεύει για ευνοϊκότερη μεταχείριση, κάπως έτσι. Η αμηχανία απέναντι στην άρνηση του προφανούς. Το σάστισμα απέναντι στη διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Αυτό είναι. Είμαι σαστισμένος, όπως θα ήμουν αν κάποιος έβαζε χέρι σε μια γυναίκα και μόλις αυτή γύριζε να έδειχνε εμένα. Τιμωρούμαι για κώλο που δεν έπιασα. Ακόμα χειρότερα, τιμωρούμαι επειδή έπιασαν τον δικό μου κώλο.
Και ξαφνικά, λίγο πριν τις εκλογές, βρίσκομαι σε μια τεχνητή πόλωση που δεν είναι δική μου και δεν θα έπρεπε να είναι κανενός. Η πόλωση όμως έχει ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Καταργεί τη σκέψη. Βολεύει τα μυαλά. Σε βγάζει από τη δύσκολη θέση να είσαι ο κύριος των πράξεών σου, σε τοποθετεί στη ζεστή θαλπωρή του μέλους της αγέλης. Η πόλωση προϋποθέτει δαιμονοποίηση του άλλου. Η δαιμονοποίηση του άλλου προϋποθέτει έλλειμμα ιδεών και περίσσευμα του θράσους που ανέφερα πιο πάνω. Και κάτι άλλο όμως: προϋποθέτει πονηρή σκέψη και βαθειά γνώση των αδυναμιών του κοινού στο οποίο απευθύνεσαι. Οι μεν ποντάρουν στο φόβο για χάσιμο κεκτημένων, οι δε εντέχνως ποντάρουν στην ελπίδα για επανάκτηση κεκτημένων. Ουδείς διανοείται να ταράξει συνειδήσεις με την απλή και ορατή δια γυμνού οφθαλμού διαπίστωση ότι η ελληνική κοινωνία έχει δομικό πρόβλημα, δηλαδή σαθρά ηθικά και πολιτικά θεμέλια, στρεβλές νοοτροπίες, προφανή περιφρόνηση στη νομιμότητα και στο τέλος-τέλος, σοβαρή κρίση παιδείας. Είναι κρίμα που η κρίση μάς βρήκε σε τέτοιο τέλμα και μας διέλυσε. Είναι δύο φορές κρίμα που η διαχείριση της κρίσης έγινε από ανθρώπους ανάξιους και περιδεείς. Ωστόσο, το έχω ξαναγράψει, μήπως θα πρέπει να σκεφτούμε ότι η ένταση της οικονομικής κρίσης ήταν τόσο μεγάλη επειδή στην ουσία βρήκε ανοχύρωτη πόλη; «Κι εμείς φωνάζαμε ζήτω και γεια, σαν κάθε μέρα…».