Καλοκαίρι

Καλοκαίρι

Σκεφτόμουν να ξεκινήσω με ένα βαρύγδουπο του τύπου «βρισκόμαστε στο χειρότερο σημείο της κρίσης». Αλλά κάτι τέτοιο θα μπορούσα να γράψω και πέρυσι ακριβώς τέτοια εποχή. Αποδείχτηκε πως πέρσι δεν ήταν η χειρότερη χρονιά. Πιθανόν οι Μάγιας να είχαν δίκιο λοιπόν. Απλώς κάποιος ξέχασε να γράψει την υποσημείωση ότι η Καταστροφή δεν αφορούσε τον Πλανήτη, αλλά μια χώρα της οποίας οι κάτοικοι θεωρούν ότι είναι το κέντρο του. Έτσι πορευόμαστε με παρηγοριά ό,τι βολεύει τον καθένα.
Προσωπικά ας πούμε με καταλαγιάζει η σχεδόν κοελική (και το λέω με την πολύ κακή έννοια, δεδομένου πως τον σιχαίνομαι βαθιά αυτόν και το Σύμπαν του...) φράση, «το πιο πυκνό σκοτάδι είναι λίγο πριν το χάραμα». Επίσης με απασχολεί τον τελευταίο καιρό η έρευνα για τα χάπια της μνήμης, δεδομένου ότι καταβάλλω τεράστιες προσπάθειες για να θυμηθώ να μην ξεχάσω ότι κάτι πρέπει να θυμηθώ. Τον Μιχάλη εκτός από τα καρτ, τον ηρεμεί μια αυτοκτονική ανάβαση στο Col de Tourini, ξύνοντας τον αριστερό καθρέφτη. Σε αυτόν τον ιδιότυπο χορό του Ζαλόγγου μάλιστα αρέσκεται να παρασέρνει και άλλους (τον Γαβάνα κι εμένα) που επίσης δεν έχουμε κουκούτσι μυαλό. Ο Γαβάνας πάλι στον ελεύθερο χρόνο του προτιμά μια εξάδα μπύρες σε συναυλία του Χαρούλη ή ακόμα καλύτερα του Θανάση Παπακωνσταντίνου, του οποίου η χαρούμενη και ξεσηκωτική μουσική μπορεί να γιατρέψει άμεσα χρόνιες αϋπνίες και το σύνδρομο υπερκινητικότητας. Tον Αλέξη τον παρηγορεί η σκέψη πως το 106 του είναι το ζενίθ της αυτοκινητοβιομηχανίας, ύστερα πήρε την κατηφόρα και δεν κατάφερε ποτέ πια να ανακάμψει, άρα έχει το καλύτερο αυτοκίνητο του κόσμου και την καλύτερη κοπέλα επίσης, δεδομένου ότι δεν υπάρχει. Ο Κλεάνθης βρίσκει παρηγοριά στον κήπο και τα ζωντανά του και στο να περιθάλπει ακόμα και σαρανταποδαρούσα που στραμπούλιξε το έξω αριστερό πόδι στην τέταρτη σειρά. Αγαπημένο επίσης χόμπι του, μαζί με τον Κουτσουφλάκη είναι να διαγκωνίζονται στο ποιος είναι πιο απαισιόδοξος για την τύχη της χώρας και ποιος προβλέπει τα χειρότερα δεινά. Αν τους άκουγαν οι σεναριογράφοι του Walking dead θα «κατέβαζαν μολύβια».
Όλοι μας προσπαθούμε να δουλέψουμε μέσα στον πιο απάνθρωπο μήνα. Ο Ιούλιος, με την καυτή ανάσα του, τα υγρά ιδρωμένα βράδια του, μας ψιθυρίζει διαρκώς στο αυτί πως οι διακοπές έρχονται. Δεν έχει σημασία που τα λεφτά δεν φτάνουν για τις διακοπές που κάναμε παλιότερα, για αρκετούς δεν φτάνουν γενικώς. Οι διακοπές πρωτίστως είναι στο μυαλό, στη διάθεση και στην παρέα. Οι μποέμ στίχοι του Βαγγέλη Γερμανού για το γύρο των νησιών με σλίπινγκ μπαγκ και με καρπούζι, παύουν να έχουν μια ρομαντική συμπαραδήλωση και γίνονται τρομακτικά κυριολεκτικοί. Τα τηλέφωνα στα φθηνά ρεντ ε ρουμ παίρνουν φωτιά, οι θέσεις καταστρώματος στα σαπιοκάραβα γίνονται ανάρπαστες και όλοι εμείς στα «σαρανταφτάνω» μας προσπαθούμε να επενδύσουμε τη δραματική οικονομική μας οπισθοχώρηση με μια νοσταλγική διάθεση «δεν πειράζει αγάπη μου θα κάνουμε διακοπές όπως στα 18 μας, που δεν μας ένοιαζε τίποτα...»
Βέβαια, προτιμώ anytime, που λεν και στο χωριό μου, αυτές τις αποκαθαρμένες διακοπές της «ανάγκης» από τις άλλες της λεβεντολαμακισμένης γκλαμουριάς, της ξαπλώστρας και των –έπινα-και-στο-χωριό-μου-ντάκιρι-πεπόνι, των χορευτικών της σαπιοκοιλιάς αγκαλιά με οξυζενέ γκομενάκια, με πτυχίο στην κομμωτική και μεταλλαγμένο DNA από την έκθεση στον ήλιο. Τις διακοπές δίπλα σε ανθρώπους που ξόδευαν λεφτά με τη διακριτικότητα ελέφαντα και τη σιγουριά πως κανείς εφοριακός ποτέ δεν θα τους ελέγξει. Ακόμα χειρότερα δίπλα σε ανθρώπους που ήθελαν να μοιάζουν με τους πρώτους και έπαιρναν διακοποδάνεια για να εξαγοράσουν δέκα μέρες «διασκέδασης». Η ελληνική κοινωνική κινητικότητα εκφραζόταν με τον πιο γλαφυρό τρόπο στις παραλίες και στα υπερτιμολογημένα δωμάτια των νησιών και κάπου εκεί, προς το τέλος του Αυγούστου, εξέπνεε.
Μπορεί λοιπόν σήμερα να μας μένουν πολλές διακοπές στο τέλος του μισθού μας (για όσους τυχερούς έχουν), ωστόσο για κάποιους από εμάς αποκτούν μια διάσταση που έχουμε χρόνια να ζήσουμε.

Ακολουθήστε το DRIVE στο Google News και τα Social Media
 

Google NewsFacebookTwitterInstagramYouTube