Για το καλό μου

Για το καλό μου

Οι συμμαθητές μου στο Παλαιό Ψυχικό ήταν γενικά ωραίοι τύποι. Τα προβλήματα ορισμένων εξ αυτών όμως δυσκολευόμουν να τα κατανοήσω. Όπως την αγανάκτησή τους όταν δεν έβρισκαν το μποτάκι της Timberland, παπούτσι φετίχ στα χρόνια του λυκείου, κάτω από 80-90 χιλιάρικα, δραχμές φυσικά. Ή την αυθεντική «χήνα» της Chevignon. Κι αργότερα που τελειώσαμε το λύκειο, είχαν πάντα το άγχος όταν βγαίναμε, αν ο παρκαδόρος θα τους βάλει το αυτοκίνητο δίπλα στην πόρτα κι αν ο μετρ θα τους δώσει το καλό τραπέζι.
[inset side=left]Κακά τα ψέματα! Η βαριά φορολογία διαχώρισε αυτούς που μπορούσαν πάντα να έχουν μια Porsche, από αυτούς που την αγόρασαν με λεφτά της ρουλέτας και μετά έκοψαν το γάλα των παιδιών τους για να τη συντηρούν[/inset]Παρά τις διαφορετικές αγωνίες που ζήσαμε και τις ακόμη πιο διαφορετικές προτεραιότητες που είχαμε, με πολλούς μείναμε καλοί φίλοι. Αυτό το θέμα των διαφορετικών προτεραιοτήτων βέβαια, εξακολουθεί να χαρακτηρίζει τη σχέση μας. Για παράδειγμα, η κρίση στην αγορά του αυτοκινήτου για μένα είναι μια απειλή που με φέρνει αντιμέτωπο με το όχι και τόσο απίθανο ενδεχόμενο της ανεργίας. Για εκείνους, είναι μερικές χιλιάδες ευρώ κερατιάτικα στην τιμή του Q5, ύστερα από την επιβολή του φόρου πολυτελείας και την αύξηση του ΦΠΑ. Τις τελευταίες μέρες, με αφορμή τη συζήτηση για την αναπροσαρμογή της φορολογίας των αυτοκινήτων, το κινητό μου έχει αρχίσει να χτυπάει συχνότερα. Βλέπετε, όσο οι τράπεζες δεν δίνουν λεφτά και όσο η ανεργία -είτε ως τετελεσμένο γεγονός είτε ως πιθανότητα ταλαιπωρεί τον κόσμο- η δυναμική των νέων μέτρων δεν περιμένω να αλλάξει άρδην τα πράγματα. Ωστόσο, αρκετοί από τους φίλους μου ενδιαφέρονται και μάλλον θα αγοράσουν αυτοκίνητο. Και υπάρχουν κάμποσοι σαν αυτούς φαντάζομαι.
Η μικρή έστω κινητικότητα που θα προκύψει θα δώσει μια ανάσα στον κλάδο και κάποια, ξεγραμμένα μέχρι πριν λίγες μέρες, έσοδα στο κράτος. Γιατί όμως δεν το έκαναν νωρίτερα και άφησαν να χαθεί χρόνος και χρήμα;
Κάποιοι, κυρίως από την ίδια την κυβέρνηση, προσπαθούν να δώσουν στη φορολογική πολιτική που αφορά στο αυτοκίνητο και μια κοινωνική διάσταση.
Κακά τα ψέματα, η βαριά φορολογία διαχώρισε αυτούς που μπορούσαν πάντα να έχουν μια Porsche, από αυτούς που την αγόρασαν με τα λεφτά της φοροδιαφυγής και της ρουλέτας και ύτερα έκοψαν το γάλα των παιδιών τους για να τη συντηρούν.
Πράγματι, ως καταναλωτές, ως κοινωνία μιας χώρας στο χείλος του γκρεμού, πρέπει επιτέλους να αναλογιστούμε το πραγματικό οικονομικό μέγεθός μας.
Τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά όμως είναι μια μάστιγα που εξαπλώθηκε με την υποστήριξη των τραπεζών, άρα του κράτους. Μοιράζοντας εύκολα χρήμα, χωρίς καν να τους το ζητήσουμε, έδωσαν σε όλους εμάς τους μικρομεσαίους την ψευδή εντύπωση ότι μπορούμε να ζούμε σαν Ωνάσηδες. Μόνο και μόνο για να μας οδηγήσουν τώρα στην απόγνωση, ζητώντας επιτακτικά πίσω τα δανεικά και αρνούμενες να αναχρηματοδοτήσουν τα χρέη μας. Και τι θέλουν να μας πουν; Ότι έκοψαν το ρευστό και πάγωσαν την αγορά για το καλό μας; Για να μας συνετίσουν και να μάθουμε να ζούμε χωρίς δανεικά; Ή μήπως γιατί για κάθε αυτοκίνητο που πωλείται, ένα μεγάλο ποσό εκταμιεύεται από μια ελληνική τράπεζα και καταλήγει σε μια του εξωτερικού;
Όσο για την κυβέρνηση, εγώ να δεχτώ ότι δεν είναι θέμα ανικανότητας, αλλά κι εκείνοι ας παραδεχτούν έστω ότι υπήρχαν άλλες προτεραιότητες. Όπως ο τουρισμός για παράδειγμα, που χρηματοδοτήθηκε με τη μείωση του συντελεστή ΦΠΑ. Κι ας σταματήσουν πια να νοιάζονται για το καλό μας. Αρκεί η οδυνηρή απώλεια 13.000 θέσεων από τις περίπου 80.000 συνολικά στον κλάδο του αυτοκινήτου. Πόσο «καλό» να αντέξουμε πια.

Ακολουθήστε το DRIVE στο Google News και τα Social Media
 

Google NewsFacebookTwitterInstagramYouTube