Γαμώ την αγανάκτηση!
DRIVE Team |
Η πλατεία Συντάγματος είναι γκαστρωμένη. Και όποιος λέει ότι ξέρει τι θα προκύψει από αυτή την κυοφορία, είναι μακριά νυχτωμένος.
Έχω «κατέβει» ήδη δυο τρεις φορές. Κάθε φορά οι σκέψεις και τα συναισθήματά μου αλλάζουν, ακολουθώντας ίσως και τις αλλαγές της συμπεριφοράς, της διάθεσης, του συλλογικού θυμικού μιας κοινωνίας που αυτή τη στιγμή θυμώνει και απελπίζεται εναλλάξ, δίχως όμως να αναθαρρεύει έστω για μια στιγμή.
Μιλούσαμε τις προάλλες στο γραφείο για τις χαμηλές πωλήσεις αυτοκινήτων με το απατηλό όνειρο των 100.000 να σκάει μπροστά στα μάτια μας σαν μπουρμπουλήθρα. Καλά, ας είμαστε σοβαροί. Όταν σε μια εβδομάδα ο κοσμάκης σήκωσε συνολικά κοντά στο €1,5 δις από τις τράπεζες με το φόβο της πτώχευσης και τις ανυπόστατες μπούρδες περί επιστροφής στη δραχμή, το τελευταίο ίσως πράγμα που είχε στο μυαλό του ήταν ν’ αγοράσει αυτοκίνητο. Ποιο αυτοκίνητο; Αυτό στο οποίο θα φορτωθούν επιπλέον φόροι;. Αυτό το οποίο κινείται με ολοένα και ακριβότερο καύσιμο;
Ξέρετε τι μπορεί ν’ αλλάξει η «πλατεία»; Αυτή την ανηλεή προσπάθεια να μας φοβίσουν. Κι όπως τα κουνέλια, που κοκαλώνουν, να μας ακινητοποιήσουν κι εμάς. Πλάσματα άβουλα, φοβικά, ταπεινωμένα. Δεν υπάρχει αυτό. Δεν γίνεται την κάθε αποτυχία να την κρύβουν πίσω από το προπέτασμα απειλών για χρεοκοπία. Πολλοί λένε, αργήσαμε. Ο κόσμος δεν βγήκε πέρσι στην πλατεία διότι καταλάβαινε την έννοια του επείγοντος. Διότι, έστω και σιωπηρά, αναγνώριζε το μερίδιο ευθύνης που του αναλογούσε. Βγαίνει όμως τώρα, διότι αυτό το μερίδιο το εξάντλησε το πολιτικό μας σύστημα σε μια σειρά λάθος επιλογών και σε μια απελπισμένη μάχη οπισθοφυλακής προκειμένου να περισώσει τα κεκτημένα του. Πολλοί λένε ότι στην πλατεία ανθεί ο λαϊκισμός, ότι πρόκειται για μια συλλογική προσπάθεια αποποίησης των ευθυνών, ότι ακούγονται προτάσεις που φτάνουν στο όριο του γραφικού. Ναι, γίνονται και αυτά. Εγώ ο ίδιος έχω ακούσει τέρατα στα διάφορα πηγαδάκια. Ξέρω ανθρώπους που κατεβαίνουν στην πλατεία ενώ σπάνια έχουν κατέβει σ’ όλη τους τη ζωή να δουλέψουν. Ξέρω φανατική της πλατείας καθηγήτρια η οποία είναι –ελέω πολιτικού μέσου φυσικά– τέσσερα χρόνια αποσπασμένη από την οργανική της θέση στην επαρχία. Δεν χαρακτηρίζουν όμως την πραγματική διάθεση, τις ουσιαστικές ανησυχίες. Και όλοι αυτοί οι ολοφυρμοί για την διατάραξη της politically correct ατμόσφαιρας είναι τουλάχιστον ύποπτοι για να μην πω υποβολιμαίοι. Αυτές οι λαοσυνάξεις δεν αποτελούν κίνδυνο για τη Δημοκρατία. Η Δημοκρατία είναι ήδη σε κίνδυνο και ο μεγάλος της εχθρός δεν είναι ούτε τα ακροδεξιά φασιστοειδή ούτε οι νοσταλγοί των κολχόζ του Στάλιν. Ο μεγαλύτερος εχθρός είναι η υπάρχουσα οικονομική δομή. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα που έχει καταφέρει να διαβρώσει, ακόμα και να υποκαταστήσει, το πολιτικό προσωπικό. Και δεν μιλάω για την Ελλάδα. Εμείς είμαστε μια παραφυάδα. Ο αδύναμος κρίκος, η συνιστώσα όλων των ειδικών παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας με την αδηφάγα μανία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η Ελλάδα ήταν το ανυποψίαστο νομιστεράκι που έπεσε στο λάκκο της χρεοκρατίας επειδή νόμισε πως ξαφνικά έγινε «αφεντικό». Φταίμε όλοι; Για την οικονομία επιχειρήματος, ας πούμε ναι. Αναλογικά. Ε, και; Πρέπει να καταδικαστούμε όλοι; Δεν έχουμε το δικαίωμα να αναζητήσουμε λύσεις που μας υπερβαίνουν; Θα έπρεπε δηλαδή οι Γερμανοί μετά τον Πόλεμο να καταδικαστούν επ’ αόριστον στην ανυποληψία και τη μιζέρια; Φυσικά και έχουμε το δικαίωμα να αντισταθούμε. Ειδικά απέναντι στα ψευτοδιλήμματα. Ακόμα και η υπερβολή είναι χρήσιμη. Ακόμα κι αν όλη αυτή η διαμαρτυρία λειτουργεί ως άλλοθι για πολλούς. Η αφύπνιση και η συμμετοχή έχει τη βαρύνουσα σημασία. Μαζί με αυτή όμως έρχεται και η ώρα την ανάληψης ευθύνης. Η «επόμενη» κοινωνία οφείλει να είναι πιο δίκαιη και για να γίνει αυτό πρέπει όλοι να δεχτούμε πως η ισονομία θα είναι απαρέγκλιτη.
Έχω «κατέβει» ήδη δυο τρεις φορές. Κάθε φορά οι σκέψεις και τα συναισθήματά μου αλλάζουν, ακολουθώντας ίσως και τις αλλαγές της συμπεριφοράς, της διάθεσης, του συλλογικού θυμικού μιας κοινωνίας που αυτή τη στιγμή θυμώνει και απελπίζεται εναλλάξ, δίχως όμως να αναθαρρεύει έστω για μια στιγμή.
Μιλούσαμε τις προάλλες στο γραφείο για τις χαμηλές πωλήσεις αυτοκινήτων με το απατηλό όνειρο των 100.000 να σκάει μπροστά στα μάτια μας σαν μπουρμπουλήθρα. Καλά, ας είμαστε σοβαροί. Όταν σε μια εβδομάδα ο κοσμάκης σήκωσε συνολικά κοντά στο €1,5 δις από τις τράπεζες με το φόβο της πτώχευσης και τις ανυπόστατες μπούρδες περί επιστροφής στη δραχμή, το τελευταίο ίσως πράγμα που είχε στο μυαλό του ήταν ν’ αγοράσει αυτοκίνητο. Ποιο αυτοκίνητο; Αυτό στο οποίο θα φορτωθούν επιπλέον φόροι;. Αυτό το οποίο κινείται με ολοένα και ακριβότερο καύσιμο;
Ξέρετε τι μπορεί ν’ αλλάξει η «πλατεία»; Αυτή την ανηλεή προσπάθεια να μας φοβίσουν. Κι όπως τα κουνέλια, που κοκαλώνουν, να μας ακινητοποιήσουν κι εμάς. Πλάσματα άβουλα, φοβικά, ταπεινωμένα. Δεν υπάρχει αυτό. Δεν γίνεται την κάθε αποτυχία να την κρύβουν πίσω από το προπέτασμα απειλών για χρεοκοπία. Πολλοί λένε, αργήσαμε. Ο κόσμος δεν βγήκε πέρσι στην πλατεία διότι καταλάβαινε την έννοια του επείγοντος. Διότι, έστω και σιωπηρά, αναγνώριζε το μερίδιο ευθύνης που του αναλογούσε. Βγαίνει όμως τώρα, διότι αυτό το μερίδιο το εξάντλησε το πολιτικό μας σύστημα σε μια σειρά λάθος επιλογών και σε μια απελπισμένη μάχη οπισθοφυλακής προκειμένου να περισώσει τα κεκτημένα του. Πολλοί λένε ότι στην πλατεία ανθεί ο λαϊκισμός, ότι πρόκειται για μια συλλογική προσπάθεια αποποίησης των ευθυνών, ότι ακούγονται προτάσεις που φτάνουν στο όριο του γραφικού. Ναι, γίνονται και αυτά. Εγώ ο ίδιος έχω ακούσει τέρατα στα διάφορα πηγαδάκια. Ξέρω ανθρώπους που κατεβαίνουν στην πλατεία ενώ σπάνια έχουν κατέβει σ’ όλη τους τη ζωή να δουλέψουν. Ξέρω φανατική της πλατείας καθηγήτρια η οποία είναι –ελέω πολιτικού μέσου φυσικά– τέσσερα χρόνια αποσπασμένη από την οργανική της θέση στην επαρχία. Δεν χαρακτηρίζουν όμως την πραγματική διάθεση, τις ουσιαστικές ανησυχίες. Και όλοι αυτοί οι ολοφυρμοί για την διατάραξη της politically correct ατμόσφαιρας είναι τουλάχιστον ύποπτοι για να μην πω υποβολιμαίοι. Αυτές οι λαοσυνάξεις δεν αποτελούν κίνδυνο για τη Δημοκρατία. Η Δημοκρατία είναι ήδη σε κίνδυνο και ο μεγάλος της εχθρός δεν είναι ούτε τα ακροδεξιά φασιστοειδή ούτε οι νοσταλγοί των κολχόζ του Στάλιν. Ο μεγαλύτερος εχθρός είναι η υπάρχουσα οικονομική δομή. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα που έχει καταφέρει να διαβρώσει, ακόμα και να υποκαταστήσει, το πολιτικό προσωπικό. Και δεν μιλάω για την Ελλάδα. Εμείς είμαστε μια παραφυάδα. Ο αδύναμος κρίκος, η συνιστώσα όλων των ειδικών παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας με την αδηφάγα μανία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η Ελλάδα ήταν το ανυποψίαστο νομιστεράκι που έπεσε στο λάκκο της χρεοκρατίας επειδή νόμισε πως ξαφνικά έγινε «αφεντικό». Φταίμε όλοι; Για την οικονομία επιχειρήματος, ας πούμε ναι. Αναλογικά. Ε, και; Πρέπει να καταδικαστούμε όλοι; Δεν έχουμε το δικαίωμα να αναζητήσουμε λύσεις που μας υπερβαίνουν; Θα έπρεπε δηλαδή οι Γερμανοί μετά τον Πόλεμο να καταδικαστούν επ’ αόριστον στην ανυποληψία και τη μιζέρια; Φυσικά και έχουμε το δικαίωμα να αντισταθούμε. Ειδικά απέναντι στα ψευτοδιλήμματα. Ακόμα και η υπερβολή είναι χρήσιμη. Ακόμα κι αν όλη αυτή η διαμαρτυρία λειτουργεί ως άλλοθι για πολλούς. Η αφύπνιση και η συμμετοχή έχει τη βαρύνουσα σημασία. Μαζί με αυτή όμως έρχεται και η ώρα την ανάληψης ευθύνης. Η «επόμενη» κοινωνία οφείλει να είναι πιο δίκαιη και για να γίνει αυτό πρέπει όλοι να δεχτούμε πως η ισονομία θα είναι απαρέγκλιτη.