Φλούφληδες...
Έχουμε γίνει μαλθακοί; Η απάντηση είναι ένα απερίφραστο ναι. Έχουμε χάσει το κίνητρό μας; Η απάντηση θα ήταν επίσης ναι, αν τελικά είχαμε ένα, οποιοδήποτε.
Πριν από περισσότερα από 25 χρόνια, θυμάμαι να ταξιδεύω στο πίσω κάθισμα ενός Escort 1.1 φορτωμένου μέχρι τα μπούνια μαζί με τον αδερφό μου και το κλουβί με το καναρίνι. Κλασική μικροαστική οικογένεια, πριν καν ακόμα ο όρος αυτός αποκτήσει το αρνητικό πρόσημο που του έδωσαν οι όψιμοι αριστεροί ή ακόμα χειρότερα οι αναδυόμενοι από το πουθενά πρασινοφρουροί.
Ταξιδεύαμε χωρίς καθισματάκια, χωρίς ζώνες οι πίσω, σε μια εθνική της μιάμισης λωρίδας. Ξεκινούσαμε αξημέρωτα να μη μας πιάσει η κάψα του καλοκαιριού επειδή δεν είχαμε αιρκοντίσιον, σταματούσαμε στα Καμένα Βούρλα για να φάμε λουκουμάδες, ίσως και στον Λεωνίδα, απλώς για να χαζέψουμε το τεράστιο γυμνό ορειχάλκινο άγαλμα. Κοιτούσα θυμάμαι το χωρίς στροφόμετρο καντράν και όποτε πιάναμε 120 ή –ακόμα πιο σπάνια– 140, γούρλωνα τα μάτια και ήμουν περήφανος. Δεν μιλάγαμε πολύ γιατί είχαμε μισοκατεβασμένα τα παράθυρα και βαριόμασταν να φωνάζουμε.
Πριν από λίγες μέρες ανεβαίναμε και πάλι τον ίδιο (αγνώριστο πλέον στο μεγαλύτερο κομμάτι του) δρόμο με αυτοκίνητα πόλης. Αν εκείνος ο πιτσιρικάς του πίσω καθίσματος του Escort έκανε ένα χρονικό άλμα 25 χρόνια μπροστά θα πάθαινε πλάκα. Ακόμα κι αυτά τα βασικά αυτοκίνητα μπορούν πλέον, όπως αποδείξαμε στο cover story του περιοδικού, να καλύψουν μια τεράστια ποικιλία από ανάγκες.
Όμως, μισό λεπτό. Ποιες είναι πραγματικά οι ανάγκες μας; Μια μέση οικογένεια πόσες περισσότερες ανάγκες έχει σήμερα από την αντίστοιχη τετραμελή δική μου των αρχών της δεκαετίας του ’80; Γιατί ακούω σε κουβέντες διαρκώς πως χρειαζόμαστε τουλάχιστον ένα SUV (σχεδόν υπερδιπλάσιο σε διαστάσεις από το εσκορτάκι) για να πάμε με τα παιδιά ένα ταξίδι;
Διαπιστώνω σε κάθε ευκαιρία ότι η ελληνική κοινωνία, ακολουθώντας σε γενικές γραμμές τις δυτικές κοινωνίες, έχει μεγιστοποιήσει τις «ανάγκες». Τα «μακάρι» τα έχει κάνει πρέπει. Πρόοδος λέγεται αυτό, θα πουν κάποιοι. Δεν είμαι σίγουρος. Απαιτούμε από τη ζωή επειδή νομίζουμε πως μας χρωστάει χάρη. Επειδή γεννηθήκαμε στο δυτικό κόσμο. Νομίζω πως έχουμε χάσει προ πολλού το μέτρο και αγνοούμε ή περιφρονούμε την ταπεινοφροσύνη. Η απλότητα, η ουσία μάς διαφεύγει σαν υδράργυρος από σπασμένο θερμόμετρο.
Την περασμένη εβδομάδα ήμουν για επαγγελματικό ταξίδι στην Μπανγκόκ, την πρωτεύουσα της Ταϊλάνδης. Μας είχε προσκαλέσει η Isuzu για την παρουσίαση του νέου D-Max. Δεν είναι στις προθέσεις μου να μεταφέρω ταξιδιωτικές εμπειρίες. Άλλωστε το ταξίδι, αν και εξωστρεφής διαδικασία, τελικά βιώνεται με έναν πολύ προσωπικό και μοναδικό τρόπο. Αυτό όμως που με διαπέρασε σε κάθε βήμα μου μέσα στην αποπνικτικά ζεστή, υγρή και μολυσμένη ατμόσφαιρα της Μπανγκόκ, ήταν ένας πυρετός δημιουργίας. Μπορούσες να νιώσεις σε όλον τον κοινωνικό ιστό την επιθυμία της προόδου, μιας καλύτερης ζωής, της ανάπτυξης που προέρχεται από δουλειά και όχι απλώς με ευχολόγια. Δουλεύουν οι άνθρωποι, κάτω από δύσκολες συνθήκες ομολογουμένως (όχι απάνθρωπες πάντως, απ’ όσα τουλάχιστον είδα), με λιγότερα χρήματα (που σταδιακά γίνονται περισσότερα), αλλά με ένα συνολικό όραμα. Όλο και περισσότερες αυτοκινητοβιομηχανίες –και όχι μόνο– εγκαθίστανται εκεί διότι οι επιχειρηματικές συνθήκες το ευνοούν. Όλο και περισσότεροι τουρίστες καταφτάνουν διότι οι υπηρεσίες είναι καλές και φθηνές. Ποτέ δεν νιώθεις ότι θέλουν να σ’ εκμεταλλευτούν. Παζαρεύουν χωρίς να θέλουν να σε κλέψουν, σε εξυπηρετούν με χαμόγελο χωρίς να γίνονται δουλοπρεπείς.
Το πρόβλημα με το να κάνεις πολλά ταξίδια είναι ότι, γυρνώντας τις περισσότερες φορές, αποθαρρύνομαι. Από την άλλη διαπιστώνω ότι διέξοδος υπάρχει. Κάποτε υπήρξαμε ένας λαός που πρωτοπορούσε. Έμποροι, μεταπράτες, δεινοί επιχειρηματίες. Κάποτε είχαμε τη θέληση για επιτυχία και πρόοδο. Καιρός να ξαναβρούμε αυτή τη θέληση.
Ντίνος Παπαγιαννόπουλος