Έλληνας τουρίστας
DRIVE Team |
Ένα σύντομο ανέκδοτο για τους Αλβανούς, όπως το έζησα οδηγώντας στη γειτονική χώρα
Λέμε πως οι ελληνικοί δρόμοι είναι μεγάλο σχολείο. Αν μάθεις να οδηγείς εδώ, δεν θα ψαρώσεις πουθενά. Ε, λοιπόν, αν είναι εδώ σχολείο, στην Αλβανία είναι ΑΕΙ.
Ένα πρώτο μάθημα το είχα πάρει πριν τέσσερα χρόνια, σ’ ένα ταξίδι αστραπή μέχρι τα Τίρανα. Σταματούσα στο κόκκινο φανάρι και μου κόρναραν μανιασμένα από πίσω να φύγω: «Άντε ρεεεε!» – γιατί έβλεπαν και τις ελληνικές πινακίδες.
Φέτος όμως πήρα το Μάστερ, γιατί διέσχισα όλη την Αλβανία – και μάλιστα δύο φορές, για να πάω στο Μαυροβούνιο και να γυρίσω. Πραγματικά τα είδα όλα. Και δεν μιλάω για τις λακκούβες, ακόμα και στον κεντρικό δρόμο από Κακαβιά προς Τίρανα, που ήταν τόσο βαθιές που έβρισκε κάτω η ποδιά του Citroen C4 με μηδέν χιλιόμετρα. Ούτε για τις νταλίκες, που πηγαίνουν ακλόνητες στη μέση του στενού δρόμου είτε θέλεις να προσπεράσεις είτε να διασταυρωθείς. Μιλάω για τους Αλβανούς γιωταχήδες. Ακούγοντας αυτό, μη σκεφτείτε σάπιες, ρημαγμένες Mercedes W124 diesel να σέρνονται αφήνοντας πίσω τους ντουμάνια. Υπάρχουν ακόμα τέτοιες, αλλά πολύ λιγότερες απ’ ό,τι παλιά. Ξέρετε ποια είναι σήμερα τα πιο συνηθισμένα αυτοκίνητα στην Αλβανία; Η Mercedes ML 320 CDI και το Range Rover Sport TDV6. Πάντα σε μαύρο με μαύρα τζάμια. Με ιταλικές πινακίδες αλλά και με αλβανικές. Κι όπως είπα, δεν είναι αυτά η πρώτη μούρη. Μέχρι Bentley Flying Spur είδα στα Σκόδρα, ενώ στα Τίρανα πήγαινε μπροστά μου μια CL75 Brabus αν διάβασα καλά – ούτε καν ήξερα πως υπήρχε τέτοιο πράγμα.
«Κόκα ή γυναίκες», εξήγησε αργότερα μια Αλβανίδα φίλη. Κι αν κρίνω από το πώς συμπεριφέρονται στο δρόμο οι οδηγοί όλων αυτών των αυτοκινήτων, τείνω να συμφωνήσω. Διπλή γραμμή δεν υπάρχει γι’ αυτούς πουθενά. Ακόμα και μέσα στην πόλη τούς βλέπεις να έρχονται κατά πάνω σου, στο δικό σου ρεύμα, και πρέπει εσύ να τους ανοίξεις δρόμο. Κι αν υπάρχει κάπου πήξιμο και ουρά αυτοκινήτων, δεν διστάζουν να βγουν στα χωράφια ή στο αντίθετο ρεύμα για να περάσουν μπροστά. Περιμένοντας στην ουρά για να περάσω τα σύνορα και να μπω στο Μαυροβούνιο, έβλεπα Αλβανούς να έρχονται από πίσω και να παρακάμπτουν στην ψύχρα τη σειρά πηγαίνοντας στην αντίθετη λωρίδα. Όταν ερχόταν κάποιος από απέναντι, αναγκαζόταν να βγει από το δρόμο – κι αν δεν το έκανε, άνοιγαν χώρο οι άλλοι στη σειρά για να μπει ο μάγκας! Κι έτσι εσύ, ο νομοταγής μαλάκας, βρισκόσουν όλο και πιο πίσω στην ουρά.
Το αποκορύφωμα όμως το έζησα στα 20 km αυτοκινητοδρόμου με διαχωριστικό διάζωμα, που έχει στη διαδρομή από τα Σκόδρα στα Τίρανα: Έβλεπα αναμμένα φώτα να κινούνται προς το μέρος μου και δεν πίστευα στα μάτια μου όταν είδα μαύρη ML να έρχεται τέρμα γκάζι, αντίθετα, πάνω στη ΛΕΑ! Και το πιο αστείο ήταν ότι λίγο πριν και λίγο μετά είχε μπλόκα με ραντάρ της τροχαίας, για «υπερβολική ταχύτητα»!
Μιλώντας για μπλόκα, υπήρχαν παντού. Και φυσικά δεν τη γλίτωσα. Στο στροφιλίκι από Ελμπασάν προς Πόγραδετς, είχα χτικιάσει πίσω από ένα φορτηγό και μόλις βρήκα ένα σημείο με ορατότητα, βγήκα να προσπεράσω. Εκεί ακριβώς την είχαν στήσει, γιατί είχε βέβαια διπλή γραμμή χωρίς λόγο. Ο τροχαίος μιλούσε «λίγα ελληνικά», όπως είπε. «Αλβανικά λεφτά έχεις;». Ελάχιστα, του λέω. «Αφού όταν άνοιξες το τσαντάκι να μου δώσεις τα χαρτιά, είδα πως έχεις πολλά. Δώσε δυο χιλιάρικα (λεκ, κάπου 15 ευρώ)». Του δίνω ένα. «Δεν είπαμε δύο;». Τα βγάζω από το τσαντάκι. «Μπράβο ρε μεγάλε!». Απόδειξη; Κάνει πως δεν καταλαβαίνει κι ένας άλλος, πιο ευφραδής στα ελληνικά, μου εξηγεί: «Θα σου πάρει το δίπλωμα και θα πρέπει να πας σε τράπεζα να πληρώσεις παράβολο για να σου το ξαναδώσει». Κατάλαβα, λέω, και δίνω στον μπάτσο τα λεφτά. Τότε αυτός μου τείνει την παλάμη ανάποδα, σε νέγρικο στιλ: «Κόλλα το μεγάλε!»
Το περίεργο είναι πως, παρά τη γενική αναρχία, δεν ένιωσα ανασφάλεια στην Αλβανία. Ούτε καν όταν είδα πως ο ένστολος θυρωρός του ξενοδοχείου στα Σκόδρα, είχε ζωσμένο καλάσνικοφ στον ώμο. Εκεί που φοβήθηκα ήταν στο πολιτισμένο και φιλικό προς τους Έλληνες Μαυροβούνιο. Σταματημένοι σ’ ένα πάρκινγκ της παραλιακής εθνικής για να κοιτάξουμε το χάρτη, νιώσαμε το αυτοκίνητο να ταρακουνιέται. Πεταχτήκαμε έξω και είδαμε δύο τύπους ντουλάπες να μας σκίζουν το λάστιχο με μαχαίρι. Το αυτοκίνητό τους, παραδίπλα, είχε πινακίδες από τα Σκόπια. Εθνικός φανατισμός! Και θρασύδειλος: «Όχι, εμείς δεν το κάναμε» – κι ας τους είχαμε πιάσει στα πράσα. Τι να πεις και τι να κάνεις; Έφυγαν σπινάροντας κι έμεινα να αλλάζω λάστιχο και να ψάχνω βουλκανιζατέρ. Αργότερα έμαθα ότι κι εμείς κάνουμε αντίστοιχα πράγματα σε Σκοπιανούς… τουρίστες…
Λέμε πως οι ελληνικοί δρόμοι είναι μεγάλο σχολείο. Αν μάθεις να οδηγείς εδώ, δεν θα ψαρώσεις πουθενά. Ε, λοιπόν, αν είναι εδώ σχολείο, στην Αλβανία είναι ΑΕΙ.
Ένα πρώτο μάθημα το είχα πάρει πριν τέσσερα χρόνια, σ’ ένα ταξίδι αστραπή μέχρι τα Τίρανα. Σταματούσα στο κόκκινο φανάρι και μου κόρναραν μανιασμένα από πίσω να φύγω: «Άντε ρεεεε!» – γιατί έβλεπαν και τις ελληνικές πινακίδες.
Φέτος όμως πήρα το Μάστερ, γιατί διέσχισα όλη την Αλβανία – και μάλιστα δύο φορές, για να πάω στο Μαυροβούνιο και να γυρίσω. Πραγματικά τα είδα όλα. Και δεν μιλάω για τις λακκούβες, ακόμα και στον κεντρικό δρόμο από Κακαβιά προς Τίρανα, που ήταν τόσο βαθιές που έβρισκε κάτω η ποδιά του Citroen C4 με μηδέν χιλιόμετρα. Ούτε για τις νταλίκες, που πηγαίνουν ακλόνητες στη μέση του στενού δρόμου είτε θέλεις να προσπεράσεις είτε να διασταυρωθείς. Μιλάω για τους Αλβανούς γιωταχήδες. Ακούγοντας αυτό, μη σκεφτείτε σάπιες, ρημαγμένες Mercedes W124 diesel να σέρνονται αφήνοντας πίσω τους ντουμάνια. Υπάρχουν ακόμα τέτοιες, αλλά πολύ λιγότερες απ’ ό,τι παλιά. Ξέρετε ποια είναι σήμερα τα πιο συνηθισμένα αυτοκίνητα στην Αλβανία; Η Mercedes ML 320 CDI και το Range Rover Sport TDV6. Πάντα σε μαύρο με μαύρα τζάμια. Με ιταλικές πινακίδες αλλά και με αλβανικές. Κι όπως είπα, δεν είναι αυτά η πρώτη μούρη. Μέχρι Bentley Flying Spur είδα στα Σκόδρα, ενώ στα Τίρανα πήγαινε μπροστά μου μια CL75 Brabus αν διάβασα καλά – ούτε καν ήξερα πως υπήρχε τέτοιο πράγμα.
«Κόκα ή γυναίκες», εξήγησε αργότερα μια Αλβανίδα φίλη. Κι αν κρίνω από το πώς συμπεριφέρονται στο δρόμο οι οδηγοί όλων αυτών των αυτοκινήτων, τείνω να συμφωνήσω. Διπλή γραμμή δεν υπάρχει γι’ αυτούς πουθενά. Ακόμα και μέσα στην πόλη τούς βλέπεις να έρχονται κατά πάνω σου, στο δικό σου ρεύμα, και πρέπει εσύ να τους ανοίξεις δρόμο. Κι αν υπάρχει κάπου πήξιμο και ουρά αυτοκινήτων, δεν διστάζουν να βγουν στα χωράφια ή στο αντίθετο ρεύμα για να περάσουν μπροστά. Περιμένοντας στην ουρά για να περάσω τα σύνορα και να μπω στο Μαυροβούνιο, έβλεπα Αλβανούς να έρχονται από πίσω και να παρακάμπτουν στην ψύχρα τη σειρά πηγαίνοντας στην αντίθετη λωρίδα. Όταν ερχόταν κάποιος από απέναντι, αναγκαζόταν να βγει από το δρόμο – κι αν δεν το έκανε, άνοιγαν χώρο οι άλλοι στη σειρά για να μπει ο μάγκας! Κι έτσι εσύ, ο νομοταγής μαλάκας, βρισκόσουν όλο και πιο πίσω στην ουρά.
Το αποκορύφωμα όμως το έζησα στα 20 km αυτοκινητοδρόμου με διαχωριστικό διάζωμα, που έχει στη διαδρομή από τα Σκόδρα στα Τίρανα: Έβλεπα αναμμένα φώτα να κινούνται προς το μέρος μου και δεν πίστευα στα μάτια μου όταν είδα μαύρη ML να έρχεται τέρμα γκάζι, αντίθετα, πάνω στη ΛΕΑ! Και το πιο αστείο ήταν ότι λίγο πριν και λίγο μετά είχε μπλόκα με ραντάρ της τροχαίας, για «υπερβολική ταχύτητα»!
Μιλώντας για μπλόκα, υπήρχαν παντού. Και φυσικά δεν τη γλίτωσα. Στο στροφιλίκι από Ελμπασάν προς Πόγραδετς, είχα χτικιάσει πίσω από ένα φορτηγό και μόλις βρήκα ένα σημείο με ορατότητα, βγήκα να προσπεράσω. Εκεί ακριβώς την είχαν στήσει, γιατί είχε βέβαια διπλή γραμμή χωρίς λόγο. Ο τροχαίος μιλούσε «λίγα ελληνικά», όπως είπε. «Αλβανικά λεφτά έχεις;». Ελάχιστα, του λέω. «Αφού όταν άνοιξες το τσαντάκι να μου δώσεις τα χαρτιά, είδα πως έχεις πολλά. Δώσε δυο χιλιάρικα (λεκ, κάπου 15 ευρώ)». Του δίνω ένα. «Δεν είπαμε δύο;». Τα βγάζω από το τσαντάκι. «Μπράβο ρε μεγάλε!». Απόδειξη; Κάνει πως δεν καταλαβαίνει κι ένας άλλος, πιο ευφραδής στα ελληνικά, μου εξηγεί: «Θα σου πάρει το δίπλωμα και θα πρέπει να πας σε τράπεζα να πληρώσεις παράβολο για να σου το ξαναδώσει». Κατάλαβα, λέω, και δίνω στον μπάτσο τα λεφτά. Τότε αυτός μου τείνει την παλάμη ανάποδα, σε νέγρικο στιλ: «Κόλλα το μεγάλε!»
Το περίεργο είναι πως, παρά τη γενική αναρχία, δεν ένιωσα ανασφάλεια στην Αλβανία. Ούτε καν όταν είδα πως ο ένστολος θυρωρός του ξενοδοχείου στα Σκόδρα, είχε ζωσμένο καλάσνικοφ στον ώμο. Εκεί που φοβήθηκα ήταν στο πολιτισμένο και φιλικό προς τους Έλληνες Μαυροβούνιο. Σταματημένοι σ’ ένα πάρκινγκ της παραλιακής εθνικής για να κοιτάξουμε το χάρτη, νιώσαμε το αυτοκίνητο να ταρακουνιέται. Πεταχτήκαμε έξω και είδαμε δύο τύπους ντουλάπες να μας σκίζουν το λάστιχο με μαχαίρι. Το αυτοκίνητό τους, παραδίπλα, είχε πινακίδες από τα Σκόπια. Εθνικός φανατισμός! Και θρασύδειλος: «Όχι, εμείς δεν το κάναμε» – κι ας τους είχαμε πιάσει στα πράσα. Τι να πεις και τι να κάνεις; Έφυγαν σπινάροντας κι έμεινα να αλλάζω λάστιχο και να ψάχνω βουλκανιζατέρ. Αργότερα έμαθα ότι κι εμείς κάνουμε αντίστοιχα πράγματα σε Σκοπιανούς… τουρίστες…