Δρομο-καϊτειο

Δρομο-καϊτειο

Είχαμε ξεκινήσει μεσημέρι από Αθήνα και φτάσαμε Θεσσαλονίκη μεσάνυχτα, παρά λίγο να μείνουμε και νηστικοί
Ιδανικές ευκαιρίες για οδήγηση. Έτσι βλέπουμε στο DRIVE τις πάλαι ποτέ εθνικές οδούς. Και είναι λογικό, αφού είναι πλέον έρημες από κίνηση. Και, κατά κανόνα, όλο στροφές κι ανεβοκατεβάσματα.
Σήμερα, αυτούς τους δρόμους τους χαιρόμαστε. Καθισμένοι στο ημιμπάκετ μας, με το δερμάτινο τιμονάκι στα χέρια και τον 16V ή τον turbo να κελαηδάει, δεν πάει καν ο νους μας στο πώς ένιωθαν εδώ οι οδηγοί 30, 40 ή και 50 χρόνια πριν – γιατί πάει μισός αιώνας από τότε που δόθηκαν στην κυκλοφορία ο Αθηνών-Λαμίας κι ο Αθηνών-Κορίνθου. Τότε, οι δύο «αυτοκινητόδρομοι» –δύο μόνο λωρίδες, χωρίς διαχωριστική μπαριέρα, και μια ΛΕΑ που οριζόταν από ένα άσπρο, γλιστερό τσιμεντάκι– ήταν για τους οδηγούς κάτι θεϊκό. Γιατί τους γλίτωνε από τη μέχρι τότε κόλαση.
Θέλετε τον ορισμό της κόλασης; Ένας δρόμος που ίσα-ίσα χωράει να διασταυρωθούν δύο λεωφορεία. Με άσφαλτο σπασμένη, γλιστερή, κατσαρή, όλο λακκούβες. Που να ανεβαίνει και να κατεβαίνει τα βουνά με συνεχείς στροφές και φουρκέτες. Έτσι ήταν τότε η διαδρομή προς Θεσσαλονίκη ή Πελοπόννησο. Να προσπεράσεις; Ούτε λόγος – ιδίως με τα αυτοκίνητα της εποχής.
Φανταστείτε τον εαυτό σας στο τιμόνι ενός Opel Rekord του 1960: 1.488cc, 45PS, τρεις ταχύτητες, 119 km/h τελική, φύλλα σούστας πίσω, στενά, συμβατικά λάστιχα Fulda με άσπρο σιρίτι, φρένα ταμπούρα γύρω-γύρω. Κι όλη η οικογένεια μέσα – καλή ώρα η δική μου όταν ήμουν παιδί.
Έστω λοιπόν ότι περνούσες τις ανηφόρες σε Αγ. Σωτήρα και Καραούλι χωρίς να σου βράσει το μοτέρ, όπως σε τόσους άλλους που έβλεπες σταματημένους με ανοιχτό καπό. Κι έφτανες πίσω από ένα φορτηγό ή λεωφορείο. Της εποχής κι αυτό, που αγκομαχούσε με 20, 30, άντε 40 km/h, μέσα σε σύννεφα μαύρου καπνού. Αν δεν έπαιρνες αυτοκτονικά ρίσκα, θα έπρεπε να περιμένεις μέχρι τις ευθείες πριν τη Θήβα για να προσπεράσεις. Ή μέχρι τους Αγ. Θεοδώρους, αν ήσουν στου Ευταξία ή στην Κακιά Σκάλα και πήγαινες για Κόρινθο. Ξέρετε την έκφραση «αν τον πιάσεις από τη μύτη θα σκάσει»; Τότε κατάλαβα τι σημαίνει, ακούγοντας τον πατέρα μου να βαριανασαίνει όλο νεύρα από τη μύτη, ψάχνοντας μια ευκαιρία για προσπέρασμα. Μάταια, τις περισσότερες φορές…
Μάνδρα, Αγ. Σωτήρα, Καραούλι, Κάζα… μετά οι γκρεμοί κι οι φουρκέτες του Μπράλου, το ανέβασμα και κατέβασμα του παλιού Δομοκού… κι είχες ακόμα ψωμί για να φτάσεις στη Λάρισα. Για τη Θεσσαλονίκη δεν το συζητάω, ήταν σχεδόν άλλο τόσο. Θυμάμαι μια φορά, είχαμε ξεκινήσει μεσημέρι από Αθήνα και φτάσαμε εκεί μεσάνυχτα. Τα μαγαζιά είχαν κλείσει, παρά λίγο να μείνουμε και νηστικοί.
Τα ίδια ίσχυαν κι από την άλλη μεριά, για Τρίπολη και Σπάρτη, με Κωλοσούρτες, Αχλαδόκαμπους και τα τοιαύτα. Άσε η διαδρομή Θεσσαλονίκη-Γιάννενα, που ήθελε μια μέρα ολόκληρη.
Υπήρχε, μέσα σ’ όλα αυτά, περίπτωση να ευχαριστηθείς οδήγηση; Ίσως, αλλά όχι στρίβοντας με όσα. Οι συζητήσεις των αυτοκινητόφιλων ήταν σχεδόν πάντα για τελικές: «Μετά την Κινέτα είδα 130» ή «πριν τα Φάρσαλα τερμάτισε το κοντέρ και χτύπαγε η βελόνα».
Κλαιγόμαστε για την κατάντια της Ελλάδας. Και δικαίως. Λέμε για τα Κοινοτικά κονδύλια που φαγώθηκαν και δεν έγιναν υποδομές. Έτσι είναι. Σε οδικό δίκτυο όμως, η χώρα δεν έχει σχέση μ’ αυτό που ήταν σε προηγούμενες δεκαετίες. Ναι, τα Τέμπη εκκρεμούν, το ίδιο κι η Στυλίδα, η Κορίνθου-Πατρών καρκινοβατεί, ενώ η Ιονία Οδός είναι ακόμα στα σπάργανα. Κάντε όμως μια βόλτα στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, το Μαυροβούνιο ή και την Τουρκία (αν εξαιρέσουμε τον αυτοκινητόδρόμο Πόλη-Άγκυρα) και θα καταλάβετε το πώς ήταν η Ελλάδα παλιότερα. Εκεί ούτε να ευχαριστηθείς οδήγηση μπορείς, ούτε να πας στη δουλειά σου άνετα και γρήγορα.

Ακολουθήστε το DRIVE στο Google News και τα Social Media
 

Google NewsFacebookTwitterInstagramYouTube