Δε σπάει, δε χαλάει
DRIVE Team |
«Δε μου λες, είναι καλό το αυτοκίνητό σου;», ρωτούσε τον πατέρα μου οικογενειακός φίλος. Καλό είναι. «Πάει μέχρι την Κόρινθο;». Πάει. «Και μέχρι την Πάτρα;…»
Η στιχομυθία αυτή επαναλαμβανόταν κάθε τόσο και είχε γίνει το αστείο της παρέας. Βέβαια ο φίλος αυτός, καθηγητής της εντομολογίας, στην πραγματικότητα φοβόταν να πάρει αυτοκίνητο κι έψαχνε δικαιολογίες. Τώρα που το σκέφτομαι όμως, δεν είχε και τόσο άδικο που ρωτούσε. Γιατί εκείνη την εποχή, όταν ξεκινούσες για κάπου, δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα έφτανες χωρίς πρόβλημα.
Μιλάμε σήμερα για την αλματώδη εξέλιξη των αυτοκινήτων. Στις επιδόσεις, την οικονομία, τους ρύπους, την ασφάλεια. Και η πρόοδος στην αξιοπιστία περνάει λίγο στο ντούκου. Όμως, ίσως να είναι ακόμα πιο εκπληκτική. Αν μου έλεγε κάποιος, πριν λίγο καιρό, ότι θα ξεκινούσε από την Αθήνα για το Κέιπ Τάουν με δύο νορμάλ Hyundai, θα τον έπαιρνα για τρελό. Κι όμως ο συνεργάτης μας, ο Γιώργος ο Λάσδας, το τόλμησε και το πέτυχε. Εκεί που άλλοι διστάζουν να επιχειρήσουν κάτι τέτοιο με ειδικά εξοπλισμένα, θηριώδη τζιπ, εμείς το κάναμε με i20 και i30. Ουσιαστικά «μαμά». Και φορτωμένα μέχρι τα μπούνια.
Φλας-μπακ ξανά στην παιδική μου ηλικία και το οικογενειακό μας Austin A40 “Somerset”. Εγγλέζικο. Από τη χώρα που βρέχει 300 μέρες το χρόνο. Και όμως, κάθε φορά που έβρεχε, έμενε από ηλεκτρικά (ξέρετε, της τότε Lucas, που αποκαλούσαν και Prince of Darkness). Θυμάμαι κάμποσες εκδρομές μας να καταλήγουν σε ηλεκτρολογείο, της Θήβας, της Λιβαδειάς, της Κορίνθου – κι επειδή ήταν κλειστά την Κυριακή, να ψάχνουμε και να παρακαλάμε τον ηλεκτρολόγο να μας βοηθήσει. Τουλάχιστον το Austin δεν υπερθερμαινόταν τόσο εύκολα όσο άλλα αυτοκίνητα της εποχής, κυρίως δίχρονα IFA, DKW ή Wartburg, που βλέπαμε κάθε φορά σταματημένα στην ανηφόρα της Αγ. Σωτήρας με ανοιγμένο καπό και ατμούς να βγαίνουν απ’ το ψυγείο.
Το επόμενό μας αυτοκίνητο ήταν ένα Opel Rekord. Τριτάχυτο («Αυτό δείχνει ότι είναι πιο δυνατό», βαυκαλιζόταν ο πατέρας μου, αλλά η καρδούλα του το ήξερε όταν πήγαινε να προσπεράσει…). Η γερμανική τεχνολογία της εποχής ήταν φαίνεται πιο αξιόπιστη, γιατί δεν θυμάμαι να μέναμε κάθε τόσο από μηχανικές ή ηλεκτρικές βλάβες. Μέναμε όμως από λάστιχα. Τα συμβατικά crossply, με τα λευκά α-λ’ αμερικέν πλαϊνά, έσκαγαν μόλις μυρίζονταν καρφί ή λακκούβα. Θυμάμαι τρία κλαταρίσματα στην ίδια εκδρομή, στο Λουτράκι. Και τον πατέρα μου να κάνει δύο φορές οτοστόπ με τον τροχό αγκαλιά για να τον πάνε στο πλησιέστερο βουλκανιζατέρ.
Πάω πολλά χρόνια πίσω, θα πείτε. Ας προχωρήσουμε λοιπόν μια-δυο δεκαετίες. Τότε που επιτέλους είχα αποκτήσει δικό μου αυτοκίνητο, ένα Fiat 128 Berlinetta 3P, και γρήγορα ανακάλυψα ότι έπρεπε –οτιδήποτε κι αν οδηγούσες– να είσαι και λίγο μηχανικός αν δεν ήθελες να ψάχνεις κάθε τόσο τηλέφωνο για να πάρεις το 104 και να έρθει η ΕΛΠΑ να σε μαζέψει. Μέσα στο πορτμπαγκάζ είχα ένα κουτί που όσο περνούσε ο καιρός γέμιζε με ανταλλακτικά και πατεντιάρικα «εργαλεία». Δεν κουβαλούσα βέβαια ανταλλακτικά κιβώτια και κομπλέ κυλίνδρους όπως ο θείος μου ο Βασίλης με το Panhard PL17 (που κατέβαζε μοτέρ για πλάκα στην άκρη του δρόμου για να κάνει επισκευές, όταν πήγαινε στο χωριό ή για κυνήγι). Είχα όμως μια «σπερ» αντλία λαδιού, μια ντίζα συμπλέκτη, μια γυναικεία κάλτσα για την περίπτωση που θα μου έσπαγε το λουρί, ένα τραπουλόχαρτο για να ρυθμίζω τις πλατίνες όταν έκλειναν, μια τσίχλα για να τη μασάω και να τραβάω τα βουλωμένα ζιγκλέρ από το καρμπιρατέρ, ένα μπουκάλι κόκα-κόλα για να σταματήσω ενδεχόμενο πατινάρισμα του συμπλέκτη, ενώ είχα επανειλημμένα σωθεί βάζοντας μια κομμένη ντομάτα πάνω στην αντλία βενζίνης όταν υπερθερμαινόταν.
Στην εφευρετικότητα και τις πατέντες βέβαια, κανείς δεν πιάνει τον Λάσδα. Όμως αυτές του οι ικανότητες ελάχιστα του χρειάστηκαν στη διάσχιση της Αφρικής. Μάλιστα, τόσο πολύ ενθουσιάστηκε με την αξιοπιστία και την αντοχή των δύο Hyundai, που μας ψήνει «να τα πάρουμε και να πάμε μια Σιβηρία, τώρα το χειμώνα»!
[blockquote]Μιλάμε για την εξέλιξη στις επιδόσεις, την οικονομία, την ασφάλεια. Και η πρόοδος στην αξιοπιστία περνάει στο ντούκου[/blockquote]
Η στιχομυθία αυτή επαναλαμβανόταν κάθε τόσο και είχε γίνει το αστείο της παρέας. Βέβαια ο φίλος αυτός, καθηγητής της εντομολογίας, στην πραγματικότητα φοβόταν να πάρει αυτοκίνητο κι έψαχνε δικαιολογίες. Τώρα που το σκέφτομαι όμως, δεν είχε και τόσο άδικο που ρωτούσε. Γιατί εκείνη την εποχή, όταν ξεκινούσες για κάπου, δεν ήταν καθόλου σίγουρο ότι θα έφτανες χωρίς πρόβλημα.
Μιλάμε σήμερα για την αλματώδη εξέλιξη των αυτοκινήτων. Στις επιδόσεις, την οικονομία, τους ρύπους, την ασφάλεια. Και η πρόοδος στην αξιοπιστία περνάει λίγο στο ντούκου. Όμως, ίσως να είναι ακόμα πιο εκπληκτική. Αν μου έλεγε κάποιος, πριν λίγο καιρό, ότι θα ξεκινούσε από την Αθήνα για το Κέιπ Τάουν με δύο νορμάλ Hyundai, θα τον έπαιρνα για τρελό. Κι όμως ο συνεργάτης μας, ο Γιώργος ο Λάσδας, το τόλμησε και το πέτυχε. Εκεί που άλλοι διστάζουν να επιχειρήσουν κάτι τέτοιο με ειδικά εξοπλισμένα, θηριώδη τζιπ, εμείς το κάναμε με i20 και i30. Ουσιαστικά «μαμά». Και φορτωμένα μέχρι τα μπούνια.
Φλας-μπακ ξανά στην παιδική μου ηλικία και το οικογενειακό μας Austin A40 “Somerset”. Εγγλέζικο. Από τη χώρα που βρέχει 300 μέρες το χρόνο. Και όμως, κάθε φορά που έβρεχε, έμενε από ηλεκτρικά (ξέρετε, της τότε Lucas, που αποκαλούσαν και Prince of Darkness). Θυμάμαι κάμποσες εκδρομές μας να καταλήγουν σε ηλεκτρολογείο, της Θήβας, της Λιβαδειάς, της Κορίνθου – κι επειδή ήταν κλειστά την Κυριακή, να ψάχνουμε και να παρακαλάμε τον ηλεκτρολόγο να μας βοηθήσει. Τουλάχιστον το Austin δεν υπερθερμαινόταν τόσο εύκολα όσο άλλα αυτοκίνητα της εποχής, κυρίως δίχρονα IFA, DKW ή Wartburg, που βλέπαμε κάθε φορά σταματημένα στην ανηφόρα της Αγ. Σωτήρας με ανοιγμένο καπό και ατμούς να βγαίνουν απ’ το ψυγείο.
Το επόμενό μας αυτοκίνητο ήταν ένα Opel Rekord. Τριτάχυτο («Αυτό δείχνει ότι είναι πιο δυνατό», βαυκαλιζόταν ο πατέρας μου, αλλά η καρδούλα του το ήξερε όταν πήγαινε να προσπεράσει…). Η γερμανική τεχνολογία της εποχής ήταν φαίνεται πιο αξιόπιστη, γιατί δεν θυμάμαι να μέναμε κάθε τόσο από μηχανικές ή ηλεκτρικές βλάβες. Μέναμε όμως από λάστιχα. Τα συμβατικά crossply, με τα λευκά α-λ’ αμερικέν πλαϊνά, έσκαγαν μόλις μυρίζονταν καρφί ή λακκούβα. Θυμάμαι τρία κλαταρίσματα στην ίδια εκδρομή, στο Λουτράκι. Και τον πατέρα μου να κάνει δύο φορές οτοστόπ με τον τροχό αγκαλιά για να τον πάνε στο πλησιέστερο βουλκανιζατέρ.
Πάω πολλά χρόνια πίσω, θα πείτε. Ας προχωρήσουμε λοιπόν μια-δυο δεκαετίες. Τότε που επιτέλους είχα αποκτήσει δικό μου αυτοκίνητο, ένα Fiat 128 Berlinetta 3P, και γρήγορα ανακάλυψα ότι έπρεπε –οτιδήποτε κι αν οδηγούσες– να είσαι και λίγο μηχανικός αν δεν ήθελες να ψάχνεις κάθε τόσο τηλέφωνο για να πάρεις το 104 και να έρθει η ΕΛΠΑ να σε μαζέψει. Μέσα στο πορτμπαγκάζ είχα ένα κουτί που όσο περνούσε ο καιρός γέμιζε με ανταλλακτικά και πατεντιάρικα «εργαλεία». Δεν κουβαλούσα βέβαια ανταλλακτικά κιβώτια και κομπλέ κυλίνδρους όπως ο θείος μου ο Βασίλης με το Panhard PL17 (που κατέβαζε μοτέρ για πλάκα στην άκρη του δρόμου για να κάνει επισκευές, όταν πήγαινε στο χωριό ή για κυνήγι). Είχα όμως μια «σπερ» αντλία λαδιού, μια ντίζα συμπλέκτη, μια γυναικεία κάλτσα για την περίπτωση που θα μου έσπαγε το λουρί, ένα τραπουλόχαρτο για να ρυθμίζω τις πλατίνες όταν έκλειναν, μια τσίχλα για να τη μασάω και να τραβάω τα βουλωμένα ζιγκλέρ από το καρμπιρατέρ, ένα μπουκάλι κόκα-κόλα για να σταματήσω ενδεχόμενο πατινάρισμα του συμπλέκτη, ενώ είχα επανειλημμένα σωθεί βάζοντας μια κομμένη ντομάτα πάνω στην αντλία βενζίνης όταν υπερθερμαινόταν.
Στην εφευρετικότητα και τις πατέντες βέβαια, κανείς δεν πιάνει τον Λάσδα. Όμως αυτές του οι ικανότητες ελάχιστα του χρειάστηκαν στη διάσχιση της Αφρικής. Μάλιστα, τόσο πολύ ενθουσιάστηκε με την αξιοπιστία και την αντοχή των δύο Hyundai, που μας ψήνει «να τα πάρουμε και να πάμε μια Σιβηρία, τώρα το χειμώνα»!
[blockquote]Μιλάμε για την εξέλιξη στις επιδόσεις, την οικονομία, την ασφάλεια. Και η πρόοδος στην αξιοπιστία περνάει στο ντούκου[/blockquote]