DRIVE Legends: Maserati Quattroporte I Series 1963-1969
Η Maserati με μια σκακιστική κίνηση πήρε το εμπορικό προβάδισμα από τη Ferrari, μεταφέροντας την τεχνογνωσία της από τα GT και τα σούπερκαρ σε ένα οικογενειακό σεντάν.
Λίγα αυτοκίνητα κουβαλούν στις πλάτες τους θρύλους όπως οι Maserati και οι Ferrari. Οι θρύλοι αυτοί χτίστηκαν χάρη στην οξυδέρκεια και στην ικανότητα των ανθρώπων του βρισκόντουσαν πίσω από τις άψυχες λαμαρίνες.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, τα αυτοκίνητα με τελική ταχύτητα γύρω στα 200 km/h ήταν όλα σπορ, διθέσια, κατασκευασμένα ή για αγωνιστική συμμετοχή ή για την οδηγική απόλαυση του οδηγού και μόνο. Αντίστοιχα γρήγορα σπορ αυτοκίνητα που να μπορούν να φιλοξενήσουν τέσσερα άτομα υπήρχαν μόνο η γαλλική Facel Vega και η βρετανική Lagonda Rapide. Με το πρώτο να έχει τα χιλιάδες προβλήματα παραγωγής αλλά και επιβίωσης και το δεύτερο να είναι χειροποίητο και να κατασκευάζεται μόνο κατόπιν παραγγελίας.
Η Maserati, είδε πεδίο δράσης σε αυτή την κατηγορία και αποφάσισε να ανταγωνιστεί αυτά τα μοντέλα, κατασκευάζοντας ένα 4θέσιο/4πορτο σπορ αυτοκίνητο με καινούργιο κινητήρα V8 με περιεχόμενη γωνία 90º, 4.136 cc και μέγιστη ισχύ 260 PS στις 5.200 rpm. Έτσι από τη μία, η ιταλική εταιρεία θα έπαιζε μόνη της σε αυτή την κατηγορία, ενώ παράλληλα θα πρωτοπορούσε έναντι του μεγάλου αντιπάλου της Ferrari που ακόμα δεν είχε στα σχέδια της αντίστοιχο μοντέλο. Στόχος της δεν ήταν προφανώς η συμπαθής τάξη των ταξιτζήδων της εποχής, αλλά οι εύποροι οικογενειάρχες που επιθυμούσαν να μετακινηθούν γρήγορα και με άνεση σε αποστάσεις έξω από τα όρια της πόλης.
Από τον Frua στον Vignale
Η παραγγελία για το σχεδιασμό του αυτοκινήτου δόθηκε στο διάσημο, φημισμένο Τορινέζο καροσερίστα Pietro Frua, o οποίος εμπνεύστηκε από ένα ειδικό μοντέλο 5000 GT που είχε σχεδιάσει το 1962 ειδικά για τον πρίγκηπα Karim Aga Khan, έναν από τους δέκα πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Αν και σχεδιάστηκε από τον Frua, η κατασκευή του αμαξώματος ανατέθηκε τελικά στον καροσερίστα Alfredo Vignale, επίσης από το Τορίνο.
Η ονομασία Quattroporte (τετράπορτο) δεν άφηνε αμφιβολίες για το είδος του μοντέλου και η παρουσία του έγινε το 1963 στο Salone di Torino ως ενός μοντέλου προ-παραγωγής δίπλα στη Maserati Mistral Coupé και με κωδικό Tipo 107. Η κανονική παραγωγή άρχισε το 1964 και πεδίο δράσης του Μεγάλου αυτού Ταξιδιώτη ήταν οι νέοι ανοικτοί αυτοκινητόδρομοι της Ευρώπης. Εκτός από το μεγάλο κινητήρα με την πληθωρική ισχύ, το 5τάχυτο χειροκίνητο κιβώτιο της ZF ή εναλλακτικά το 3τάχυτο αυτόματο Borg Warner, που διατίθετο κατόπιν παραγγελίας, συνέβαλλαν στις γρήγορες, άνετες, αλλά και αθόρυβες μετακινήσεις των ταξιδιωτών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της εταιρίας, η Quattroporte μπορούσε να επιτύχει τελική 230 km/h.
Εξωτερικά το αυτοκίνητο εντυπωσίαζε με τις λιτές, αλλά και επιθετικές γραμμές του, τα διακριτικά νίκελ και τα φιμέ τζάμια. Το εσωτερικό του αυτοκινήτου χαρακτηριζόταν από πολυτέλεια, με καθίσματα ντυμένα με δέρματα της Connolly και ξύλινα διακοσμητικά, εντυπωσιακό καντράν με το ταχύμετρο και το στροφόμετρο να δεσπόζουν στα δύο άκρα, και πέντε μικρότερα όργανα στο κέντρο να πληροφορούν τον οδηγό για τις λειτουργίες του κινητήρα . Το ντουλαπάκι του συνοδηγού στόλιζε η επιγραφή Maserati, αλλά συχνά αναγραφόταν η ένδειξη Quattroporte.
Στις ευρωπαϊκές αγορές, τα εμπρός φώτα είχαν σχήμα πολυγωνικό, αλλά στα αυτοκίνητα που είχαν προορισμό την Αμερική είχαν αντικατασταθεί από δύο σώματα με διπλούς προβολείς για να ανταποκρίνονται στους κανονισμούς της τοπικής αγοράς.
Με τον παλιό καλό τρόπο
Στα αυτοκίνητα της πρώτης γενιάς, το σασί ήταν μικτού τύπου, με τη σκεπή να μην ενσωματώνεται στο υπόλοιπο πλαίσιο, το οποίο μορφοποιείτο από ατσάλινα «κουτιά», και συμπληρωνόταν από ένα εμπρός υποπλαίσιο. Η εμπρός ανάρτηση ήταν ανεξάρτητη με διπλά ψαλίδια, σπειροειδή ελατήρια και τηλεσκοπικά αμορτισέρ. Η πίσω ανάρτηση χρησιμοποιούσε άξονα De Dion με ενσωματωμένα τα φρένα, ενώ υπήρχαν και αντιστρεπτικές ράβδοι εμπρός πίσω. Τα φρένα ήταν δίσκοι της Girling, φυσικά και στους τέσσερεις τροχούς. Για τους πιο απαιτητικούς στο δρόμο, υπήρχε διαθέσιμο διαφορικό περιορισμένης ολίσθησης, που μπορούσε να τοποθετηθεί στο αυτοκίνητο κατόπιν παραγγελίας.
Ο αλουμινένιος V8 που παρουσιάστηκε στην Quattroporte έμελλε να γίνει ο μακροβιότερος κινητήρας στην ιστορία της Maserati. Μόλις υπερτετράγωνο, το μοτέρ αυτό είχε δύο εκκεντροφόρους επικεφαλής σε κάθε πλευρά του μπλοκ που κινούσαν 16 βαλβίδες. Η βενζίνη σούπερ περνούσε σε ημισφαιρικούς θαλάμους καύσης που τροφοδοτούνταν από τέσσερα καρμπιρατέρ καθέτου ροής διπλού choke της Weber, αρχικά από τα 38 DCNL 5 και από τον Δεκέμβριο του 1968 από τα βελτιωμένα 40 DCNF 5.
Από το 1963 που παρουσιάστηκε η Quattroporte 4200, μέχρι το 1966 που έγινε και η πρώτη βελτίωση, είχαν βγει στην κυκλοφορία μόλις 230 αυτοκίνητα. To 1966, η Maserati αποφάσισε να αναβαθμίσει το μοντέλο, προσθέτοντας τα στρογγυλά φώτα που μέχρι τότε υπήρχαν μόνο στα μοντέλα εξαγωγής στην Αμερική και στα αυτοκίνητα της Ευρώπης. Ο άξονας De Dion αντικαταστάθηκε με μονοκόμματο άκαμπτο άξονα με ελατήρια στήριξης και το εσωτερικό τροποποιήθηκε ριζικά, με το ταμπλό όλο πλέον να είναι από ακριβό ξύλο. Από το 1968, παράλληλα με τον κινητήρα των 4.1 lt, προστέθηκε στην γκάμα ένας ακόμα 4,7λιτρος κινητήρας με απόδοση 290 PS. Tο μοντέλο ονομάστηκε Quattroporte 4700 και η τελική ταχύτητά του εκτοξεύτηκε στα 255 km/h, κάνοντας το αυτοκίνητο το πιο γρήγορο 4θυρο σεντάν του κόσμου στην εποχή του.
Η παραγωγή ολοκληρώθηκε το 1969 και συνολικά 772 αυτοκίνητα κατά τη Maserati, 776 κατά όλους του άλλους, να βγαίνουν από τις πόρτες του εργοστασίου στη Modena, από εκείνη την πρώτη αυτή γενιά Tipo 107.
Η ακρίβεια τρώει περισσότερο παρά
Αν και το νούμερο αυτό αρχικά φαίνεται μικρό, κάθε άλλο παρά έτσι είναι. Το πού απευθυνόταν η Quattroporte ήταν απόλυτα προσδιορισμένο και η παραγωγή ήταν έτσι ρυθμισμένη, ώστε να καλύπτει την ζήτηση επακριβώς, Ας μην παραβλέπουμε το γεγονός ότι το αυτοκίνητο ήταν εξαιρετικά ακριβό και, όπως έγραφε ο Τύπος της εποχής, με τα ίδια χρήματα, 6.250.000 ιταλικές λίρες, μπορούσε κάποιος να αγοράσει 13 Fiat Nuova 500.
To 1971, o Karim Aga Khan, παρήγγειλε άλλη μια ειδική Maserati που βασιζόταν στην πλατφόρμα της Maserati Indy. Επικεφαλής μηχανικός ήταν ο Rory Brown και εφοδίασε το αυτοκίνητο αυτό με τον κινητήρα της Tipo 107 μεγαλωμένο στα 4,9 lt, με απόδοση 300 άλογα. Το πρωτότυπο παρουσιάστηκε στην Έκθεση Αυτοκινήτου στο Παρίσι το 1971 και στη Γενεύη το 1972. Η Citroen που ήδη επηρέαζε πράγματα και καταστάσεις στη Maserati, έπεισε την εταιρία να εξελίξει την SM Quattroporte προς ίδιον όφελος. Μόνο δύο αυτοκίνητα κατασκευάστηκαν, το ένα πουλήθηκε από την Maserati στον Aga Khan to 1974 και το δεύτερο πουλήθηκε από τον ίδιο τον Pietro Frua στον βασιλιά της Ισπανίας Juan Carlos.
Συνολικά έχουν παρουσιαστεί έξι γενιές Quattroporte, με την τελευταία το 2013 και συνεχίζεται η επιτυχημένη παρουσία τους μέχρι και σήμερα κάτω από τη σημαία βέβαια της μαμάς Fiat και στις ίδιες γραμμές παραγωγής της άλλοτε μισητής εχθρού Ferrari. Σήμερα, μια Maserati Quattroporte I Series του 1963 στο χρηματιστήριο του κλασικού αυτοκινήτου κοστίζει €45.500, για ένα κομμάτι σε άψογη κατάσταση, πλήρως και γνήσια συντηρημένο και αποκατεστημένο, δηλαδή έτοιμο για συμμετοχή σε διεθνή Concours d’ Elegance ή για διεθνή πώληση.
Μία Quattroporte πρώτης γενιάς, σε άριστη κατάσταση, μπορείτε να θαυμάσετε σε μία επίσκεψή σας στο Ελληνικό Μουσείο Αυτοκινήτου.
H Maserati Quattroporte με μια ματιά
Περίοδος παραγωγής 1963-1969
Κωδική ονομασία Tipo AM107
Παραγωγή 772 αυτοκίνητα
Αμάξωμα Σεντάν, τέσσερις πόρτες, πέντε θέσεις
ΠΛΑΙΣΙΟ
Σασί Μικτού τύπου (ημιαυτοφερόμενο), ατσάλινο, με εμπρός υποπλαίσιο
Αμάξωμα Ατσάλινο
Ανάρτηση εμπρός Ανεξάρτητη με διπλά ψαλίδια, ελικοειδή ελατήρια, τηλεσκοπικά αμορτισέρ, αντιστρεπτική ράβδος
Ανάρτηση πίσω Άξονας De Dion, ελικοειδή ελατήρια, υδραυλικά τηλεσκοπικά αμορτισέρ, αντιστρεπτική ράβδος
ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ
Τοποθέτηση/Κίνηση Εμπρός/στους πίσω τροχούς
Υλικό Αλουμινένιο μπλοκ και κεφαλή
Τύπος Ατμοσφαιρικός
Κύλινδροι Οκτώ σε V
Διάμετρος x διαδρομή 88 x 85 mm
Χωρητικότητα 4.136 cc
Σχέση συμπίεσης 8,5:1
Χρονισμός Δύο βαλβίδες στον κύλινδρο, 2x2 εκκεντροφόροι επικεφαλής με καδένα
Τροφοδοσία Τέσσερα διπλά καρμπιρατέρ 38 DCNL 5 Weber, δύο αντλίες
Ανάφλεξη Μηχανική της Megneti-Marelli με ένα μπουζί/κύλινδρο, πολλαπλασιαστής
Λίπανση Αντλία λαδιού
Ψύξη Υγρόψυκτο και κεντρόφυγη αντλία
Ισχύς 260 PS @ 5.200 rpm (net)
Ροπή 37,0 kgm @ 4.000 rpm (net)
ΜΕΤΑΔΟΣΗ
Κιβώτιο ZF S5-325 χειροκίνητο 5+1 σχέσεων (3τάχυτο αυτόματο Borg Warner)
Συμπλέκτης Ξηρός μονόδισκος
ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ- ΦΡΕΝΑ
Φρένα εμπρός Δισκόφρενα της Girling
Φρένα πίσω Δισκόφρενα της Girling
Τιμόνι Ατέρμονας κοχλίας (υδραυλική υποβοήθηση έξτρα), κύκλος στροφής 12 m
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ-ΒΑΡΗ
Διαστάσεις 5.000 x 1.690 x 1.350 mm
Μεταξόνιο 2.750 mm
Μετατρόχιο εμπρός/πίσω 1.390/1.397 mm
Ρεζερβουάρ Δύο δεξαμενές, 80 lt
Βάρος 1.750 kg (χωρίς οδηγό)
Ζάντες εμπρός/πίσω 6,0Jx15”
Λάστιχα εμπρός/πίσω 205x15 HS
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ
0-100 km/h 8,4”
0-160 km/h 19,6”
0-200 km/h 38,6”
0-400 m 16,1” @ 145 km/h
0-1.000 m 28,9” @ 182 km/h
Τελική ταχύτητα 230 km/h
Κατανάλωση 17,4 lt/100 km
Αυτονομία 460 km
ΤΙΜΗ
Τιμή 1963 6.500.000 L.
Τιμή σήμερα €45.500 (condition 1)