DRIVE Legend: Lee Iacocca 1924-2019, καταστροφέας δογμάτων
Ο Lee Iacocca αποτελεί θρύλο της αμερικανικής και παγκόσμιας αυτοκινητοβιομηχανίας. Αλλά και ο άνθρωπος που τόλμησε να κλονίσει ένα από τα πιο αδιαμφισβήτητα δόγματα του αμερικανικού φιλελευθερισμού...
Στις 2 Ιουλίου, ένας κορυφαίος μάνατζερ και δημιουργός της αυτοκινητοβιομηχανίας πέρασε στην αιωνιότητα, αφήνοντας μεγάλη παρακαταθήκη στην ίδια την αυτοκίνηση και στα στελέχη της. Ο Lee Iacocca πέθανε εκείνη την αποφράδα Τρίτη, σε ηλικία 94 ετών, στο σπίτι του στο Bel-Air στην California, από επιπλοκές από τη νόσο του Πάρκινσον, όπως δήλωσε η κόρη του στην Washington Post.
«Αν βρείτε ένα καλύτερο αυτοκίνητο, αγοράστε το». Ο Lee Iacocca έδειχνε με το δάχτυλό του τον θεατή λέγοντας αυτό το σλόγκαν. Με αυτή την ατάκα μπήκε στην Ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών και με αυτή την ατάκα η Chrysler ανέκτησε την αξιοπιστία της στο κοινό στη δεκαετία του ’80. Κανένα παλιό ή νεόκοπο στέλεχος στη βιομηχανία του αυτοκινήτου δεν θα μπορούσε να τον κατατάξει σε κάτι λιγότερο από θρύλο.
H παρακαταθήκη που μας άφησε ο Lee Iacocca ύστερα από μισό αιώνα καριέρας στην αυτοκινητοβιομηχανία ανέτρεψε κατεστημένα και δόγματα, ακόμα και για τη φιλελεύθερη οικονομία των ΗΠΑ.
Κατά τη διάρκεια μιας καριέρας μισού και πλέον αιώνα, που ξεκίνησε στο Detroit, στη Ford το 1946, ο Lido Anthony Iacocca, γιος των Ιταλών μεταναστών που γεννήθηκε το 1924, έγινε εξώφυλλο στο Time, στο Newsweek και στο New York Times Magazine. Περιοδικά τα οποία συχνά τον περιέγραφαν ως την ενσάρκωση της εποχής του αυτοκινήτου στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ξεκίνησε τη μακρά σταδιοδρομία του στη Ford, πρώτα ως μηχανικός, στη συνέχεια στις πωλήσεις και στο μάρκετινγκ. Εκεί στίλβωσε το ταλέντο του στην προώθηση, με την πρώτη του επιτυχημένη εκστρατεία στα μέσα της δεκαετίας του ’50: Το πρόγραμμα «56 for ’56», προσέφερε στους αγοραστές μια νέα Ford του ’56 για 56 δολάρια το μήνα για τρία χρόνια, με 20% έκπτωση. Επιτυχία που αναγνώρισε η διοίκηση του Μπλε Οβάλ που τον κάλεσε στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας, στο Dearborn.
Αν θέλαμε να συνοψίσουμε τη ζωή του Iacocca σε μια και μόνη του ενέργεια, σαφώς ο Lee θα παραμείνει ο άνθρωπος που λανσάρισε το 1964 τη θρυλική Ford Mustang. Ένα απλοϊκό «σπορ» αυτοκίνητο που έγινε όμως «επαναστατικό» εργαλείο στα χέρια της γενιάς του baby boom. Οπότε και η μόνη αρνητική κριτική που μπορούσε να προσάψει κάποιος στον Lee Iacocca ήταν ότι δεν μπόρεσε να προβλέψει το μέγεθος της επιτυχίας της Mustang: Με στόχο κερδοφορίας τα 75.000 αυτοκίνητα ετησίως, πούλησε 418 χιλιάδες την πρώτη χρονιά και τρία εκατομμύρια στην πρώτη γενιά της!
Οι ανταγωνιστές της Ford τότε βάλθηκαν να τον αντιγράψουν, εγκαινιάζοντας την εποχή των pony cars, και ένα πεδίο μεγάλου ενδιαφέροντος για τους σημερινούς συλλέκτες. Ο Lee Iacocca, πάντα ένα βήμα εμπρός, ανέλαβε να σπρώξει προς τα πάνω και τις άλλες φίρμες της Ford, τις Lincoln και Mercury. Υπό την ηγεσία του λοιπόν, οι πολυτελείς βραχίονες του Μπλε Οβάλ εμπλούτισαν την γκάμα τους με τα σωστά προϊόντα την κατάλληλη στιγμή: Με το Cougar στην Mercury (ένα είδος Mustang πολυτέλειας) και το Mk III στην Lincoln, μοντέλα που επανασύνδεσαν τις φίρμες με τα μοντέλα κύρους του παρελθόντος. Δικαίως λοιπόν, το ένα δισεκατομμύριο δολάρια του κύκλου εργασιών που δημιουργήθηκε το 1970 από το τμήμα αυτό θεωρείται και παραμένει η μεγαλύτερη επιτυχία του Iacocca…
Ρεβανσισμός
Τα παραπάνω αποτελέσματα σαφώς εκτόξευσαν τον Lee στη θέση του Νο 2 στο Μπλε Οβάλ, πίσω από τον Henry Ford II. Θέση για την οποία κάποιοι τον κατηγόρησαν ότι περισσότερο συνηγόρησε ότι ήταν ένας ακάματος «Machiavelli» παρά τα ίδια, τα άριστα αποτελέσματα. Το 1992, σε συνέντευξη, όταν ρωτήθηκε για τη φήμη του ως μακιαβελικού δολοπλόκου, απάντησε με το γνωστό, σκληρό του στιλ: «Machiavelli, my arse»!
Τι συνέβη όμως ανάμεσα στους δύο άνδρες που οδήγησαν κυριολεκτικά στην απόλυση του Iacocca από την ηγεσία της Ford, το 1978. Όταν ο Lee Iacocca ρώτησε τον Ford για τον λόγο που απολύεται, υπενθυμίζοντάς του ότι το Μπλε Οβάλ είχε καταγράψει κέρδη-ρεκόρ για δύο συνεχόμενα χρόνια, εκείνος απάντησε, «Ε, λοιπόν, μερικές φορές δεν σε κάνει κέφι κανένας». Η αλήθεια είναι ότι ο μόλις 54 χρονών Lee πετούσε πολύ κοντά στο αφεντικό, επισκιάζοντάς τον… Η απόλυση του Lee έγινε πρωτοσέλιδo. Ο Iacocca δεν συγχώρεσε ποτέ τον Ford, τον οποίο περιέγραφε ως δικτάτορα και τενεκέ ξεγάνωτο.
Στα 54 χρόνια του, ο Iacocca ήταν πολύ νέος για να πάρει σύνταξη. Οπότε προσελήφθη από την Chrysler και έτσι πέρασε από Νο 2 της No 1 εταιρείας στο No 1 της εταιρείας Νο 3.
Ικανοποιημένος αλλά και με εκδικητική μανία, θα χρησιμοποιούσε το ταλέντο του για να επιτεθεί αδυσώπητα στη Ford. Κάτι που ανακούφιζε τον εγωισμό του, επιτρέποντας παράλληλα στην Chrysler να ξεπεράσει τους στόχους της. Νέος δεσμός λοιπόν, προς το καλύτερο, αλλά με τα προβλήματα πολύ χειρότερα... Η Chrysler Corporation (που της ανήκαν επίσης τα εμπορικά σήματα της Plymouth και της Dodge), ήταν τότε η «τρίτη μεγαλύτερη» από τους Big Three, πίσω από τη Ford Motor Company (Mercury, Lincoln) και, κυρίως, από την τεράστια General Motors με τις Pontiac, Chevrolet, Buick, Oldsmobile και Cadillac.
Το 1978, το αμερικανικό γκρουπ τα πήγαινε χάλια. Όπως είπε χαρακτηριστικά ο Iacocca, «το ταμείο χάνει χρήματα σε κάθε ήπειρο εκτός από την Ανταρκτική». Παρωχημένα προϊόντα, παλιά εργοστάσια, τυχάρπαστες εξαγορές στην Ευρώπη (Simca, Sunbeam) και πάνω απ’ όλα, έλλειψη στρατηγικής και προβλήματα ρευστότητας λόγω της σχεδόν ερασιτεχνικής οικονομικής διαχείρισης. Έπρεπε να ξαναβάλει τον πήχη στη θέση του και μάλιστα γρήγορα!
Αφού έμαθε πώς να απολύει κόσμο, ο Iacocca εφάρμοζε τη συνταγή και μέσα σε τρία χρόνια απέλυσε 33 από τους 35 αντιπροέδρους της Chrysler. Έτσι προέκυψε αναρίθμητος αριθμός σε προαγωγές είτε μέσα από την εταιρεία είτε από τη… Ford από την οποία στελέχη δεν δίσταζαν να παραιτηθούν. Επιπλέον, καθιέρωσε μια σειρά ποιοτικών κύκλων αξιολόγησης που ξεκινούσε από τους πιο υψηλόβαθμους και έφτανε μέχρι τους εργαζομένους στις γραμμές συναρμολόγησης. Στο προϊοντικό κομμάτι, προχώρησε στο επείγον λανσάρισμα της K series, με το Chrysler Reliant και το Dodge Aries, οικονομικά μοντέλα που θα πουλούσαν καλά με το που εμφανίστηκαν στην αγορά, το1981.
Πετρελαϊκή κρίση
Εν τω μεταξύ, η μεγαλύτερη ανησυχία του Iacocca παρέμεναν τα σημαντικά αποθέματα, καθώς τα αυτοκίνητα κατασκευάζονταν όχι επί παραγγελία, αλλά σύμφωνα με τις προβλέψεις. Σε περίπτωση μιας ενδεχόμενης πτώσης της αγοράς, θα καλείτο να χορηγήσει τεράστιες εκπτώσεις στους αντιπροσώπους. Η πρώτη του έννοια λοιπόν ήταν να θέσει τέλος σε αυτή την πρακτική, χωρίς να καταστρέψει το στοκ ή να στραγγαλίσει τις αντιπροσωπείες. Θα χρειαζόταν δύο χρόνια για να ολοκληρωθεί αυτό το πρότζεκτ, αλλά η προσπάθεια ανάκαμψης υπονομεύτηκε από τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση. Το 1979, η Ισλαμική Επανάσταση του Χομεϊνί διπλασίασε την τιμή του πετρελαίου και ανάγκασε την Chrysler, τη δέκατη αμερικανική εταιρεία από άποψη μεγέθους στον κατάλογο των ΗΠΑ, να εξετάσει την πτώχευση. Ο Lee Iacocca αναγκάζεται να μειώσει δραστικά το εργατικό δυναμικό και να κλαδέψει τους ελλειμματικούς κλάδους -η Chrysler Europe πουλήθηκε στην Peugeot.
Αυτά τα μέτρα δεν έφτασαν για να βγάλουν την Chrysler από το καθοδικό σπιράλ, οπότε ο Iacocca τόλμησε να κλονίσει ένα από τα πιο αδιαμφισβήτητα δόγματα του αμερικανικού φιλελευθερισμού: Ζήτησε από την κυβέρνηση να εγγυηθεί δάνειο ύψους 1,2 δισεκατομμυρίων δολαρίων. «Πιστέψτε με, ήταν ενάντια στις ιδέες μου. Αλλά μόλις η απόφαση πάρθηκε, αφιερώθηκα με όλη μου τη δύναμη για να τα καταφέρω», θυμήθηκε πολύ αργότερα.
Η έντονη άσκηση πίεσης προς την αμερικανική κυβέρνηση βασίστηκε σε ένα ισχυρό επιχείρημα: «Δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά». Το Κογκρέσο και ο Δημοκρατικός πρόεδρος Jimmy Carter τελικά εγγυήθηκαν το δάνειο, αλλά η υπόθεση της Chrysler έγινε πια κρατική υπόθεση. Για να επηρεάσει την κοινή γνώμη, ο Lee Iacocca μείωσε τις ετήσιες απολαβές του σε ένα δολάριο το χρόνο και εμφανίστηκε σε τηλεοπτικά σποτ. Το σύνθημά του, ακόμα διάσημο στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον ανεβάζει στο αυτοκινητικό πάνθεον: «Αν βρείτε καλύτερο αυτοκίνητο, αγοράστε το!».
Σιγά σιγά, τα οικονομικά της Chrysler βελτιώνονταν, αλλά η κατάσταση του Αμερικανού κατασκευαστή παρέμενε δύσκολη. Ο απλούστερος τρόπος θα ήταν να βρεθεί ένας συνεταίρος. Ο Iacocca είχε το σθένος να προτείνει μια προσέγγιση με τη… Ford. Τι θα γινόταν όμως με τη σύγκρουση με τον πρώην αφεντικό του; Μα, θα αρκούσε να παραιτηθούν και οι δύο! Αυτή η τολμηρή πρόταση, όπως ήταν φυσικό, δεν εξετάστηκε καν από τον Henry Ford II. Ο Iacocca όμως απορρίφθηκε επίσης από τη Volkswagen. Ήθελε να αγοράσει 300.000 κινητήρες Golf για να αντικαταστήσει το παλιό μπλοκ της SIMCA που φορούσαν τα Chrysler και Plymouth Horizon. Αλλά η οικονομική κατάσταση της εταιρείας αποθάρρυνε την VW από οποιαδήποτε προσέγγιση. Και μόνο μια προηγούμενη συνεργασία με τη Mitsubishi διατηρήθηκε...
Το υπερβολικό Viper
Τίποτα από τα παραπάνω δεν πτόησε τον Iacocca. Θα προχωρούσε μόνος του στην ανάταξη της εταιρείας. Το 1984, λανσάρισε το Chrysler Voyager. Ελάχιστα γνωστό στην Ευρώπη, αυτό ήταν το πρώτο αμερικανικό «minivan», το αντίστοιχο ευρωπαϊκό MPV, προλαβαίνοντας για λίγους μήνες το Renault Espace. Το 1987, ακολούθησε το Le Baron, το πρώτο αμερικανικό κάμπριο τα τελευταία 20 χρόνια. Τέλος, το 1989, εξαγόρασε το γκρουπ της AMC από τη Renault, που έβγαζε ήδη το πρώτο σύγχρονο SUV με τη δεύτερη γενιά (XJ) του Jeep Cherokee.
Από το 1987, το πάτημα της Chrysler στην αγορά ήταν τόσο στέρεο, για να σκέφτεται ο Iacocca να εξαγοράσει μέχρι9 και την General Motors. Το αποκάλυψε στο δεύτερο βιβλίο του « Talking Straight» το 1988, όταν αυτός και ο Edward Hennessy Jr., πρόεδρος της Allied-Signal Inc., συζητούσαν την από κοινού επιθετική εξαγορά της GM έναντι $40 δισ., πριν εγκαταλείψουν το σχέδιο λόγω οικονομικών και νομικών επιπλοκών. «Στο τέλος», γράφει, «κατέληξα ότι θα ήταν πιο εύκολο να αγοράσω την Ελλάδα».
Μία από τις τελευταίες αποφάσεις του ήταν η έναρξη του προγράμματος Dodge Viper. «A true american car»! Υπερβολικό και «αγροτικό», με θηριώδες μοτέρ από φορτηγό και χωρίς το δάσος από εκκεντροφόρους και βαλβίδες των αντίστοιχων ιταλικών σπόρτσκαρ. Το Viper θα αναζωογονούσε το αμερικανικό όνειρο για χιλιάδες οδηγούς σε όλο τον κόσμο και θα κέρδιζε τρεις φορές τις 24 Ώρες του Le Mans στην κατηγορία του. Θα εισέφερε δε περισσότερα πράγματα στο κύρος της Chrysler -και του Detroit- απ’ ό,τι εκατομμύρια συνηθισμένα σεντάν μαζί. Διότι, αν η αυτοκινητοβιομηχανία πρέπει να συμμορφώνεται με τις επιταγές της κερδοφορίας, πρέπει επίσης να δίνει και θέαμα. Και ο Iacocca, που είχε την αίσθηση της παράστασης, μπορούσε να αναδείξει μια πλανεύτρα ηρωίδα με τέσσερις τροχούς.
Ο Lee Iacocca καταφερόταν λάβρος και εναντίον της Ιαπωνίας. Υποστήριζε με σθένος ότι οι εμπορικές πρακτικές της χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου έβλαπταν σοβαρά τις αμερικανικές θέσεις εργασίας -μια θέση που εν πολλοίς σήμερα υποστηρίζεται από τον πρόεδρο Donald Trump, αλλά αυτή τη φορά εναντίον της Κίνας. Αυτή η στάση του Lee ήταν που του εξασφάλιζε την υποστήριξη των συνδικάτων και των Δημοκρατικών –Ρεπουμπλικάνος ο ίδιος ων. Αλλά οι χιλιάδες απολύσεις στις οποίες προχώρησε στο τέλος της δεκαετίας του ’80 για να σώσουν και πάλι την Chrysler, έστρεψαν την αμερικανική αριστερά εναντίον του.
Έτσι εγκατέλειψε την εταιρεία στις αρχές της δεκαετίας ’90, αλλά προσπάθησε να την αγοράσει αργότερα, πραγματοποιώντας μια δημόσια προσφορά εχθρικής εξαγοράς παρέα με τον δισεκατομμυριούχο Kirk Kerkorian. Τελικά όμως απέτυχε.
Ο ίδιος αναγνώρισε ότι αυτή του η αντίληψη σηματοδοτήθηκε από τη Μεγάλη Ύφεση στις αρχές της δεκαετίας του ’30 που ακολούθησε το Μεγάλο Κραχ του ’29 στις ΗΠΑ, όταν η οικογένειά του -Ιταλοί μετανάστες- έχασαν τα πάντα. «Η Ύφεση με έκανε υλιστή. Κυνηγούσα τα χρήματα», δήλωσε ο άνδρας που μείωσε το μισθό του σε ένα δολάριο για να επηρεάσει την κοινή γνώμη όταν διέσωζε την Chrysler, αλλά στη συνέχεια κατακρίθηκε σφόδρα για τον αστρονομικό μισθό του την εποχή εκείνη.
Ίσως, ο επικοινωνιακός κολοφώνας αυτού του ακούραστου και ταλαντούχου «πλασιέ» προϊόντων να ήταν 2005, όταν σε ένα σποτ με παρέα τον Snoop Dogg, ο ράπερ δίνει πάσα στον 81χρονο πια Lee Iacocca για την προώθηση της Jeep και της Chrysler.
Ποια λοιπόν είναι η παρακαταθήκη που μας άφησε ο Lee Iacocca ύστερα από μισό αιώνα καριέρας; Ότι αρκεί ένα εμπνευσμένο μοντέλο για να σώσει μια εταιρεία… Ότι για να σώσεις μια εταιρεία πρέπει να πας κόντρα στις αρχές σου… Και ότι ένας διευθύνων σύμβουλος που μειώνει το μισθό του, μπορεί ευκολότερα να δικαιολογήσει τις θυσίες που επιβάλλει στους άλλους…