Πώς η Ευρώπη έγινε η μεγαλύτερη αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων στον κόσμο
Και γιατί παρά το κλίμα ευφορίας που επικρατεί στις αυτοκινητοβιομηχανίες, αυτό δεν πρόκειται να κρατήσει για πολύ ακόμα.
Η Νο.1 αγορά ηλεκτρικών οχημάτων στον κόσμο, είναι πλέον και με τη βούλα, η ευρωπαϊκή. Οι καταναλωτές στην Ευρώπη, όπως αποδεικνύεται και στη γλώσσα των αριθμών, διψούν για ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Την περασμένη χρονιά, η ευρωπαϊκή αγορά πέρασε την αντίστοιχη κινεζική για πρώτη φορά στην ιστορία ως η μεγαλύτερη αγορά ηλεκτρικών οχημάτων στον κόσμο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι διπλασίασε το μερίδιο της, στο 43% πλέον, την ώρα που Κίνα και ΗΠΑ, είδαν το αντίστοιχο ποσοστό τους να υποχωρεί.
Οι ρυθμοί αγοράς νέων ηλεκτρικών οχημάτων είναι μεγαλύτεροι από ποτέ στη γηραιά Ήπειρο, ωστόσο η άνοδος αυτή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως «επισφαλής» αφού βασίζεται εν πολλοίς στα κίνητρα που δόθηκαν από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών της ΕΕ. Μάλιστα, ειδικοί οικονομικοί αναλυτές προειδοποιούν, ότι η δυναμική αυτή θα αντιστραφεί μόλις αποσυρθεί από το τραπέζι η κρατική στήριξη.
«Μόλις καταργηθούν οι επιδοτήσεις, οι πωλήσεις των ηλεκτρικών αυτοκινήτων θα μειωθούν κατά 30-40% τουλάχιστον για δύο τρίμηνα. Η αγορά είναι εξαιρετικά ευαίσθητη στις κυβερνητικές εκπτώσεις» δήλωσε προ ημερών ο Arndt Ellinghorst, ειδικός αναλυτή της βρετανικής εταιρείας, Bernstein Research.
Αυτό που έχει συμβεί ουσιαστικά αυτή τη στιγμή είναι το εξής παράδοξο: Κυβερνήσεις και αυτοκινητοβιομηχανίες, έχουν «παγιδευτεί» στο δικό τους παιχνίδι. Χωρίς τις κρατικές επιδοτήσεις, τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα είναι πολύ πιο ακριβά από τα οχήματα με θερμικούς κινητήρες άρα και πολύ πιο δύσκολα στην αγορά. Κι αυτό, για να είμαστε ειλικρινείς, δε πρόκειται να αλλάξει τουλάχιστον μέχρι το 2030 όπου σύμφωνα με προβλέψεις, το κόστος των μπαταριών θα έχει μειωθεί πολύ -λόγω των νέων τεχνολογιών- και θα’ χει αναπτυχθεί και ένα επαρκές δίκτυο φόρτισης/υποδομών για ηλεκτρικά μοντέλα σε όλες τις χώρες, δημιουργώντας τις συνθήκες για την πιο εύκολη απόκτηση τους.
Στον αντίποδα, η αυτοκινητοβιομηχανία, έχοντας δεχθεί έντονες πιέσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση για περιορισμό των εκπομπών ρύπων του στόλου των οχημάτων της, επένδυσε πολλά δισ. ευρώ για την ανάπτυξη ηλεκτρικών οχημάτων, θέλοντας να περάσει πιο γρήγορα απ’ ότι ενδεχομένως θα έπρεπε χρονικά, στην επόμενη μέρα της αυτοκίνησης.
Ίσως, εάν δεν υπήρχε η πανδημία, να κάναμε αυτή τη συζήτηση σε άλλη βάση, «περνώντας» πιο ομαλά στην επόμενη μέρα. Όταν όμως η πανδημία έπληξε και την Ευρώπη, τα δεδομένα άλλαξαν. Οι κυβερνήσεις, προκειμένου να μετριάσουν το σοκ της υγειονομικής κρίσης στράφηκαν στον τομέα της τεχνολογικής βιομηχανίας με στόχο να στηρίξουν μέσω της τεχνολογίας την έννοια της κλιματικής αλλαγής.
Έδωσαν κίνητρα, έδωσαν επιδοτήσεις, έδωσαν φοροελαφρύνσεις. Γενικώς έδωσαν μπόλικο χρήμα ώστε να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για ένα «υγιές» περιβάλλον που θα αντικατοπτρίζει τη νέα τους φιλοσοφία για ένα «πράσινο» πλανήτη. Σε αυτό το περιβάλλον, δε θα μπορούσαν να λείπουν τα «πράσινα» αυτοκίνητα ή αλλιώς τα ηλεκτρικά. Έτσι, χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει κανείς δημιουργήθηκε μια τεράστια αύξηση της ζήτησης.
Οι αυτοκινητοβιομηχανίες είναι όμως εταιρείες που έχουν ως στόχο, το κέρδος. Από τη στιγμή λοιπόν που έχουν επενδύσει τόσα χρήματα στην εξέλιξη αυτών των οχημάτων, θέλουν να τα πάρουν πίσω. Το συντομότερο δυνατό. Ασχέτως, εάν μακροπρόθεσμα, ένα ηλεκτρικό αυτοκίνητο θα τους στοιχίζει λιγότερο κατασκευαστικά από ότι ένα συμβατικό όχημα «παλαιάς» τεχνολογίας. Γι' αυτό και άρπαξαν την ευκαιρία να προωθήσουν με κάθε τρόπο τα νέα τους ηλεκτρικά προϊόντα.
Εάν δεν κάνουμε κάπου λάθος, 55 νέα μοντέλα ηλεκτρικών αυτοκινήτων κυκλοφόρησαν στην Ευρώπη πέρυσι και άλλα 90 περίπου θα κυκλοφορήσουν φέτος στην αγορά, με την τάση, να είναι συνεχώς αυξητική. Τα νούμερα είναι ήδη εντυπωσιακά, ειδικά εάν αναλογιστούμε ότι είναι διπλάσια από τα αντίστοιχα της Κίνας και 3πλάσια από αυτά των ΗΠΑ.
Οι Ευρωπαίοι κατασκευαστές, μάχονται στο ρινγκ της ηλεκτροκίνησης, χωρίς προηγούμενο! Άλλωστε, η πλειονότητα αυτών, έχει δηλώσει επίσημα ότι μέχρι το 2030 εάν όχι όλα, η συντριπτική πλειοψηφία των μοντέλων της γκάμας τους, θα μπαίνει στην πρίζα.
Βέβαια, η κατάσταση της ευρωπαϊκής αγοράς στην παρούσα φάση θυμίζει ολίγον... έως πάρα πολύ, Κίνα. Η πορεία πριν μερικά χρόνια των ηλεκτρικών οχημάτων στην χαώδη κινέζικη αγορά ήταν παρόμοια. Το Πεκίνο είχε αποφασίσει να προσφέρει μεγάλες επιδοτήσεις (τόσο στο αγοραστικό κοινό όσο και στις αυτοκινητοβιομηχανίες του) για αγορά/παραγωγή ηλεκτρικού οχήματος, απαιτώντας ένα μόνο πράγμα από μέρους των εγχώριων κατασκευαστών: Να διασφαλίσουν ότι ένα συγκεκριμένο ποσοστό των νέων αυτοκινήτων που θα παράγουν σε ετήσια βάση, θα είναι ηλεκτρικό.
Αντιλαμβάνεστε προφανώς, ότι κάτι τέτοιο, οδήγησε στην έκρηξη των πωλήσεων ηλεκτρικών οχημάτων καθώς και σε κάθε σχετική με αυτά τεχνολογική start-up εταιρεία. Τον πρώτο καιρό και έως τα μέσα του 2019 η αγορά των ηλεκτρικών οχημάτων στην Κίνα έφθασε να αποκτά μερίδιο της τάξεως του 8%, από την πίτα των πωλήσεων. Όταν όμως τον Ιούνιο του ίδιου έτους το Πεκίνο μείωσε αισθητά τα κίνητρα, η αγορά υποχώρησε μέχρι τα τέλη του χρόνου στο 5%. Με την πανδημία να μειώνει κι άλλο αυτό το ποσοστό, έχουν πλέον δημιουργηθεί έντονες ανησυχίες αναφορικά με την ικανότητα της Κίνας να πετύχει το στόχο της, που τη θέλει έως το 2025, το 20% των πωλήσεων νέων αυτοκινήτων στη χώρα να είναι ηλεκτρικά.
Στην Ευρώπη, αυτό που κατά πάσα πιθανότητα θα γίνει, είναι χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία που και πολλά αυτοκίνητα παράγουν και σε καλύτερο επίπεδο οικονομικά από άλλες βρίσκονται, να παρατείνουν για όσο «αντέχουν» το καθεστώς επιδοτήσεων για αγορά ηλεκτρικών οχημάτων. Κρίνοντας δε, από τα μερίδια που απέσπασε η Tesla το Φλεβάρη στη γερμανική αγορά (10% επί του συνόλου των πωλήσεων νέων ηλεκτρικών οχημάτων), είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι η γερμανική κυβέρνηση θα εξαντλήσει τα περιθώρια οικονομικής στήριξης του προγράμματος.
Αυτό ωστόσο που θα πρέπει να κάνουν τόσο οι αυτοκινητοβιομηχανίες όσο και οι κυβερνήσεις εάν θέλουν να υποστηρίξουν το πρότζεκτ «ηλεκτρικό αυτοκίνητο και κλιματική αλλαγή» είναι το εξής: Να αναπτύξουν υποδομές, όπως σταθμούς φόρτισης, να υποστηρίξουν την προσπάθεια κατασκευής εγκαταστάσεων μπαταριών που θα τροφοδοτούνται ενεργειακά από ανακυκλώσιμες πηγές ενέργειας και φυσικά, να μειώσουν το κόστος απόκτησης ενός τέτοιου αυτοκινήτου. Όταν όλα αυτά τα ζητήματα λυθούν, πιθανότατα έως το 2030, τότε θα μπορούμε να μιλάμε σε άλλη βάση για την εποχή της ηλεκτροκίνησης.