Το πόσο μας αρέσει οπτικά η νέα GLC δεν χρειάζεται να το ξαναγράψουμε. Εξάλλου αυτή είναι μια υποκειμενική κρίση. Κρίνοντας ωστόσο με αξιολογικά κριτήρια το μεσαίο SUV της Mercedes-Benz, θα τολμήσουμε να πούμε πως είναι η καλύτερη Mercedes που έχουμε οδηγήσει τον τελευταίο καιρό.
Αν μη τι άλλο η GLC δείχνει να εξελίσσει περαιτέρω τη νέα σχεδιαστική φιλοσοφία της Mercedes-Benz. Ενώ είναι αντικειμενικά ένα μεγάλο SUV, δείχνει αρμονικό, συμπαγές, όσο πρέπει επιθετικό και με το αναμενόμενο κύρος. Η GLC έχει μεγαλώσει σημαντικά σε διαστάσεις σε σχέση με το μοντέλο που αντικαθιστά, την GLK. Το μεταξόνιο είναι αυξημένο κατά 11,8 cm και τα μετατρόχια εμπρός πίσω κατά 4,7 και 2 εκατοστά, αντίστοιχα. Το νέο αυτοκίνητο είναι 12 cm μακρύτερο, πέντε φαρδύτερο και 9 cm ψηλότερο. Σε σχέση με τον άμεσο ανταγωνισμό της, η GLC είναι ελάχιστα πιο κοντή από την BMW X3 και από το Volvo XC60, αλλά έχει μεγαλύτερο πλάτος και από τα δύο. Το κυριότερο είναι πως οι σχεδιαστές έχουν καταφέρει να δώσουν στην GLC το μεγαλύτερο μεταξόνιο στην κατηγορία (2.873 mm), κατά 6,3 cm πιο μεγάλο από της X3 και 9,9 cm μακρύτερο από του XC60. Το πορτμπαγκάζ, που πλέον έχει φτάσει στα 550 lt, στο ίδιο επίπεδο με της X3, 55 λίτρα πιο μεγάλο από του Volvo.
Παρά την αύξηση των διαστάσεων, η GLC είναι ελαφρύτερη κατά 80 kg σε σχέση με την GLK, συγκρίνοντας αντίστοιχες εκδόσεις. Αυτό βέβαια δε σημαίνει πως παύει να είναι σεβαστή ποσότητα. Με μετρημένο βάρος στα 1890 kg, η 220d ζυγίζει 100 κιλά περισσότερα από την X3 και 110 από το XC60. Από την άλλη βέβαια έχει δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην αεροδυναμική, έτσι ώστε να επιτευχθεί συντελεστής οπισθέλκουσας μόλις 0,31cd για μέγιστη οικονομία καυσίμου και μικρό αεροδυναμικό θόρυβο.
Στο εσωτερικό, η μονοκόμματη και έντονα κεκλιμένη κονσόλα, είναι κατά βάση ίδια με αυτήν της C-Class. Η σχεδίαση είναι εντυπωσιακή, τα υλικά, ειδικά στο πάνω μέρος του ταμπλό είναι ποιοτικά, όμως η συναρμογή κάποιων τμημάτων, όπως το «πιάνο» πλαστικό της κεντρικής κονσόλας, θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Έχεις στη διάθεσή σου πολλούς χώρους για μικροαντικείμενα. Πρέπει επίσης να έχεις στη διάθεσή σου πολύ χρόνο για εξοικείωση με την εργονομία. Όχι τόσο με τη λογική των συνηθισμένων χειριστηρίων, όσο με αυτή του συστήματος multimedia, του COMAND, το οποίο δεν έχει έναν ειρμό. Διότι, για παράδειγμα διαπιστώνεις ότι μπορείς να κάνεις το ίδιο πράγμα και από τον περιστροφικό διακόπτη και από την κεντρική κονσόλα και από το touch pad. Και διότι για να αλλάξεις ένα σταθμό στο ραδιόφωνο θα πρέπει να μπεις σε τρία διαφορετικά υπομενού.
H Mercedes-Benz δεν έχει τσιγκουνευτεί στον βασικό εξοπλισμό, ο οποίος περιλαμβάνει επτά αερόσακους, διζωνικό κλιματισμό, καθίσματα ρυθμιζόμενα κατά το ήμισυ ηλεκτρικά, cruise control, αυτόματο κιβώτιο 9 G-TRONIC και ένα πακέτο ηλεκτρονικών συστημάτων πρόληψης και αποφυγής ατυχημάτων. Από την άλλη βέβαια υπάρχει και ένας σχεδόν ανεξάντλητος κατάλογος επιπλέον εξοπλισμού, ή πακέτων, με τον οποίο πρέπει να είσαι προσεκτικός, ειδάλλως άνετα μπορείς να διπλασιάσεις την αρχική τιμή.
Λίγες εβδομάδες πριν δοκιμάζαμε την βενζινοκίνητη έκδοση, GLC 250, με τον δίλιτρο 4κύλινδρο κινητήρα βενζίνης, με τούρμπο και άμεσο ψεκασμό που αποδίδει 211 PS. Ήταν με άλλα λόγια ένα σαφώς πιο δυνατό σύνολο από αυτό που δοκιμάζουμε σήμερα. Όχι ότι υπολείπεται σε τεχνολογία. Ο ντίζελ είναι 4κύλινδρος, 16βάλβιδος, χωρητικότητας 2.143 cc , με σχέση συμπίεσης 16,2:1, τούρμπο μεταβλητής γεωμετρίας και ψεκασμό common rail. Στην 220d αποδίδει 170 PS στις 3.000-4.200 rpm και 40,8 kgm στις 1.400-2.800 rpm. Προφανώς αν συγκρίνεις τα δύο μοτέρ, η ποιότητα λειτουργίας του βενζινοκινητήρα είναι ανώτερη. Ωστόσο είναι τόσο καλή η ηχομόνωση της GLC, που ο ντίζελ κινητήρας σπανίως κάνει αισθητή την παρουσία του. Παρά το γεγονός ότι δεν τον λες από τους πιο ήσυχους της κατηγορίας.
Δεν μπορείς ωστόσο να αμφισβητήσεις τη δύναμή του. Και την πολύ καλή συνεργασία που έχει με το νέο 9G-TRONIC κιβώτιο. Η επιτάχυνση είναι δυνατή και απολύτως γραμμική και η συνολική εικόνα της λειτουργίας πολιτισμένη. Συμφωνώ με τον Μιχάλη Γεωργιάδη, που έγραφε στην παρουσίαση της GLC στο εξωτερικό, πως το (ομολογουμένως εξαιρετικό) αυτόματο κιβώτιο 9 G-TRONIC ταιριάζει καλύτερα με τα χαρακτηριστικά λειτουργίας του ντίζελ κινητήρα. Είναι πιο πυκνό και εκμεταλλεύεται στο έπακρο τη σχετικά στενή περιοχή της μέγιστης απόδοσης της ροπής. Την ίδια στιγμή αλλάζει με μια αίσθηση πιο γραμμική και βελούδινη ακόμα και από του κορυφαίου, μέχρι τώρα Steptronic της BMW με τις 8 σχέσεις. Εκεί που τα χαλάει λίγο είναι στο kick down, όπου δείχνει μια αναποφασιστικότητα για το ποια σχέση θα επιλέξει.
Τα αποτελέσματα ωστόσο είναι, στην πράξη, εντυπωσιακά. Η GLC 220 d είναι γρήγορη υπό κάθε έννοια: και για τα κιλά της και σε σχέση με τον ανταγωνισμό. Ο οποίος μάλιστα είναι πιο δυνατός και ελαφρύτερος. Τόσο η BMW Χ3 20d, όσο και το Volvo XC60 D4 αποδίδουν 190 PS και είναι, όπως είπαμε, σημαντικά ελαφρύτερα. Κι όμως η GLC καταφέρνει να είναι μπροστά από την X3, έστω και οριακά, όσο οριακά δηλαδή είναι πίσω από το Volvo. Για το 0-100 km/h και τα τρία παρουσιάζουν μια αξιοπρόσεκτη ταύτιση χρόνων, με 8,4”. Από εκεί και πέρα στο 80-110 km/h με kick down, ο χρόνος είναι 4,3” για την GLC, 4,5” για την X3 και 4,2” για το XC60. Στο 110-140 km/h οι διαφορές ανοίγουν ελαφρώς, με χρόνους 6,7” για την GLC, 7,3” για την X3 και 6,2” για το Volvo. Στο χιλιόμετρο το Volvo αναδεικνύεται και πάλι οριακά νικητής με 29,6” έναντι 29,8” της Merc και 30,1” της BMW. Η GLC ωστόσο πρέπει να πάρει τα εύσημα για την απόδοση και αντοχή των φρένων της. Με 38,3 μέτρα για το 100-0 km/h είναι σημαντικά καλύτερη από τα άλλα δύο. Η αίσθηση πάντως απαιτεί χρόνο προσαρμογής. Το πεντάλ του φρένου είναι σκληρό στο πρώτο πάτημα και όχι όσο προοδευτικό θα ήθελες ιδανικά.
Η βενζινοκίνητη GLC 250 είχε το πακέτο εξοπλισμού AMG. Εντυπωσιακό, δε λέω, στην εμφάνιση, αλλά με ουσιαστικό αντίκτυπο στην άνεση και τη διαχείριση της καθημερινότητας. Εκτός από την πιο σκληρή και χαμηλή ανάρτηση τα ελαστικά του ήταν 225/45 R20. Καμία σχέση δηλαδή με τα 235/60 R18 της ντίζελ έκδοσης. Εκτός από το σαφώς πιο ψωμωμένο προφίλ των ελαστικών και η στάνταρ ανάρτηση ανάρτηση AGILITY CONTROL με ηλεκτρονικά ελεγχόμενα αμορτισέρ, αποδεικνύεται η ιδανική εκδοχή για τον χαρακτήρα και το σκοπό του αυτοκινήτου. Όσα επομένως (δικαίως) γράφαμε για την 250, ότι δηλαδή σε πιο χαμηλές ταχύτητες, ή μέσα στην πόλη, δυσφορεί σε λακκούβες και κάνει θόρυβο, με ετούτη την έκδοση «ψωμί κι αλάτι». Αντιθέτως από τα πρώτα κιόλας μέτρα αντιλαμβάνεσαι τον εκλεπτυσμένο χαρακτήρα της. Φιλτράρει σωστά σχεδόν όλο το φάσμα ανωμαλιών που βρίσκει κάτω από τις ρόδες της, έχει κορυφαία ποιότητα κύλισης και τελικά κινείται με τρόπο που αρμόζει σε δεδομένα μεγαλύτερων κατηγοριών. Η ορατότητα είναι καλή και τιμόνι μεταβλητού βήματος βοηθά ουσιαστικά την κίνηση στην πόλη, έχει καλό ζύγισμα και μελετημένη επαναφορά. Η GLC 220 βρίσκεται στο στοιχείο της στον αυτοκινητόδρομο. Περισσότερο από την βενζινοκίνητη έκδοση. Διότι ταξιδεύει με υψηλές ταχύτητες σε χαμηλότερες στροφές, έχει ελάχιστους κραδασμούς, είναι σαφώς πιο άνετη, εξίσου ευθύβολη και το κυριότερο καίει περί τα 3 lt/100 km λιγότερα. Διαφορά που ανεβαίνει ακόμα περισσότερο αν είσαι πιο προσεκτικός. Δηλαδή στην ντίζελ έκδοση το ελαφρύ πόδι ανταμείβεται αναλογικά πολύ περισσότερο. Η ανάρτηση δε δίνει το δικαίωμα ούτε υποψίας πλεύσης, ακόμα και σε κυματοειδείς ανωμαλίες.
Σε ορεινό επαρχιακό δρόμο, το τράβηγμα είναι πειστικό και ο ρυθμός είναι σβέλτος, χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Παρά το μεγαλύτερο βάρος που συνεπάγεται ο ντίζελ κινητήρας, έχει ελαφριά αίσθηση. Δεν είναι τόσο άμεση και ορεξάτη όσο η 250, αλλά η παραχώρηση που έχεις κάνει με τους μικρότερους τροχούς, το υψηλότερο προφίλ και την κανονική ανάρτηση δεν δημιουργεί τόσο μεγάλη ψαλίδα. Άλλωστε ουδείς θα πάρει την GLC για να στρίβει αέρα στα ορεινά στροφιλίκια. Και πάλι όμως ο όριο είναι υψηλό η κλίση σεβαστή αλλά χωρίς να δημιουργεί ανασφάλεια και το ζύγισμα από ουδέτερο έως ελαφρώς υποστροφικό - κι αυτό μόνο όταν πιεστεί έντονα.
Στο sport ή το sport+ πρόγραμμα το κιβώτιο έχει μελετημένη κλιμάκωση, αλλάζει στην κατάλληλη στιγμή και σπάνια θα σε κάνει να διαλέξεις τη χειροκίνητη λειτουργία. Το πιθανότερο να το κάνεις αν νιώσεις ανασφάλεια σε κατηφορική διαδρομή. Και τότε θα διαπιστώσεις πως ο συγχρονισμός και το κατέβασμα είναι παραδόξως ζωηρά και πρόθυμα για την κατηγορία. Η GLC, με άλλα λόγια δεν έχει πιθανώς εκείνη το χαρακτηριστικό ανάλαφρο πάτημα της X3, ούτε την αμεσότητά της στην υλοποίηση των εντολών, αλλά συνολικά είναι πιο αγχολυτική και καθόλου ράθυμη.
Είναι επίσης καλύτερη από οποιοδήποτε άλλο premium SUV στο χώμα. Εντάξει, με την εξαίρεση του Land Rover Discovery Sport, αλλά και πάλι έχει την ικανότητα να φτάσει πολύ πιο μακριά απ’ όσο θα ήταν πρόθυμος (ή ικανός) να την πάει ο μέσος ιδιοκτήτης. Καρδιά του συστήματος τετρακίνησης είναι το transfer case το οποίο κατανέμει τη ροπή σε ποσοστό 45:55 εμπρός/πίσω. Στην GLC είναι ξεχωριστό από το κιβώτιο ώστε να μπορεί να συνεργάζεται με ισχυρότερους κινητήρες. Στη βάση της κονσόλας, πίσω από τα χειριστήρια του COMAND, υπάρχουν δύο κουμπιά. Το ένα με το σύστημα DSR, που ελέγχει την ταχύτητα καθόδου σε απότομες κατηφόρες, ακόμα και με όπισθεν. Το άλλο σου δίνει τη δυνατότητα να διαλέξεις ανάμεσα σε τέσσερα προγράμματα εκτός δρόμου οδήγησης: το off road, το Slippery, το Incline και το Trailer. Ανάλογα με τις συνθήκες, ρυθμίζονται η απόκριση του γκαζιού, το κιβώτιο και κυρίως η λειτουργία του ABS και του ESP, μέσω των οποίων ελέγχεται η πρόσφυση, αφού τα διαφορικά είναι ελεύθερα. H ρύθμιση Incline σου δίνει τη δυνατότητα ανάβασης ακόμα και σε δύσκολα τερέν με μεγάλη κλίση, το Slippery είναι ιδανικό για οδήγηση σε λάσπη ή πάγο και το Trailer για μέγιστη αποτελεσματικότητα στη ρυμούλκηση ή στην ανέλκυση μεγάλων φορτίων, όπως μιας βάρκα από γλίστρα. Η στάνταρ απόσταση από το έδαφος, με την κανονική ανάρτηση, είναι 18,1 cm, αλλά με την έξτρα AIR BODY CONTROL μπορεί να φτάσει στα 22,7 cm.
Αναρωτιόμουν, στο τέλος της δοκιμής της βενζινοκίνητης GLC 250, αν αξίζει τον κόπο να εκταμιεύσεις €4.300 περισσότερα για να αποκτήσεις την «μεγάλη» ντίζελ 250 d και κατέληγα στο συμπέρασμα πως τελικά ήταν θέμα χιλιομέτρων: Όσα περισσότερα, τόσο πιο κοντά στην ντίζελ. Ένα συμπέρασμα που αποδυναμώνεται μετά τη δοκιμή της 220 d. Διότι εδώ βλέπω σαφώς περισσότερους λόγους για να στραφείς προς το πετρέλαιο. Η χρόνος απόσβεσης των €3.650 είναι μικρότερος και η διαφορά κατανάλωσης μεγαλύτερη υπέρ του ντίζελ, από όσο υπολόγιζα. Το κυριότερο όμως είναι πως ο συγκεκριμένος κινητήρας ταιριάζει σαφώς περισσότερο με τον χαρακτήρα και το σκοπό του αυτοκινήτου. Σε όλες τις παραμέτρους: και στην πόλη και στον αυτοκινητόδρομο και εκτός δρόμου. Μόνο στο στροφιλίκι ίσως να σου λείψει ο δίλιτρος τούρμπο, αλλά διάολε, πάρτο απόφαση: οδηγείς μεγάλο SUV. Και ως τέτοιο η GLC 220 d είναι σαφώς πιο ολοκληρωμένη. Ίσως η πιο ολοκληρωμένη σε όλη την κατηγορία.
Τι λέει το DRIVE
Η GLC 220 d είναι κατά τη γνώμη μας η πιο ολοκληρωμένη και λογική επιλογή στην γκάμα. Είναι επίσης και το καλύτερο SUV που έχει κατασκευάσει μέχρι σήμερα η Mercedes-Benz, με εμφάνιση που αποπνέει κύρος, μεγάλους χώρους, εξαιρετική οδική συμπεριφορά εντός και εκτός δρόμου και μεγάλη διαφορά κατανάλωσης καυσίμου (υπέρ της) σε σχέση με τη 250.
Τιμή από €52.500 (με απόσυρση)
Τεχνολογία 2.143 cc, i4, 16v, 2 ΕΕΚ, common rail και τούρμπο μεταβλητής γεωμετρίας, 170 PS/3.000-4.200 rpm, 40,8 kgm/1.200-2.800 rpm, αυτόματο κιβώτιο 9 σχέσεων
ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ
0-100 km/h 8,4”
0-160 km/h 24”
0-400 m 16,1” @ 138 km/h
0-1.000 m 29,8” @ 182,3 km/h
50-110 km/h (με αλλαγές) 7,3”
50-80 km/h (kickdown) 2,9”
80-110 km/h (kickdown) 4,3”
110-140 km/h (kickdown) 6,7”
Φρένα 100-0 km/h 38,3 m
Τελική ταχύτητα 210 km/h
Μέση κατανάλωση 7,6 lt/100 km
Εκπομπές CO2 129 g/km
Διαστάσεις 4.656 mm x 1.890 mm x 1.639 mm
Βάρος 1.890 kg
Μετρήσεις DRIVE