100 χρόνια Aston Martin
H Aston Martin, παρά τα αμέτρητα σκαμπανεβάσματα στο ιδιοκτησιακό καθεστώς και στην οικονομική της κατάσταση, προχωρεί πλεισίστια και με ισχυρή φιλοδοξία προς τη δεύτερη εκατονταετηρίδα της.
100 χρόνια πριν, δύο ήδη συνεργάτες στο χώρο, οι Lionel Martin και Robert Bamford ίδρυσαν στις 15 Ιανουαρίου του 1913 την Aston Martin Lagonda Limited.
Ως Bamford & Martin, υπήρχαν από το 1912, με αντικείμενο την εμπορία αυτοκινήτων Singer στο Λονδίνο, όπου παράλληλα έκαναν service σε οχήματα GWK και Calthorpe, βρετανικά αυτοκίνητα της εποχής.
Την εποχή εκείνη ο Martin έτρεχε σε αγώνες στο Aston Hill και με αφορμή αυτή τη δραστηριότητά του, οι δύο συνεταίροι, αποφάσισαν να κατασκευάσουν το δικό τους αυτοκίνητο. Ο Martin, με την βοήθεια του Bamford που ήταν και ο μηχανικός σε αυτό το δίδυμο, τοποθέτησε ένα 4κύλινδρο κινητήρα Coventry-Simplex σε ένα σασί Isotta-Fraschini του 1908 και η πρώτη Aston Martin Coal Scuttle ήταν γεγονός.
Οι δύο εταίροι εγκαταστάθηκαν στο Kensington και κατασκεύαζαν εκεί το πρώτο αυτοκίνητό τους από το 1915.
Μεσοπόλεμος
Δυστυχώς, με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η παραγωγή δεν μπόρεσε να συνεχιστεί κανονικά. Κα οι δύο συνεταίροι κατατάχτηκαν στο στρατό και όλα τα μηχανήματα πουλήθηκαν στην κατασκευάστρια εταιρεία αεροπλάνων Sopwith.
Με τη λήξη του πολέμου, η εταιρεία επαναδραστηριοποιήθηκε και ένα νέο αυτοκίνητο σχεδιάστηκε για να φέρει το όνομα Aston Martin. Tο 1920, ο Bamford αποχώρησε από το σχήμα και η εταιρεία πήρε νέα ζωή με την χρηματοδότησή της από τον Κόντε Louis Zborowski, έναν εύπορο οδηγό αγώνων της 10ετίας του ’20 .
To 1922, η εταιρεία έφτιαξε αυτοκίνητα, με σκοπό να αγωνιστούν στο γαλλικό Grand Prix, να καταρρίψουν το παγκόσμιο ρεκόρ ταχύτητας, αλλά και το παγκόσμιο ρεκόρ αντοχής στο Brooklands. Για την επίτευξη αυτών των στόχων, κατασκευάστηκαν τρία εργοστασιακά αυτοκίνητα, με 16 βάλβιδους κινητήρες και με διπλούς εκκεντροφόρους.
Παρότι 55 από αυτά τα αυτοκίνητα πουλήθηκαν, σε δύο εκδόσεις, με μακρύ και κοντό σασί, αυτό δεν στάθηκε αρκετό για να κρατήσει ζωντανή την εταιρεία, η οποία το 1924 χρεοκόπησε. Σε μία ακόμα αλλαγή ιδιοκτησιακού καθεστώτος, η Lady Chamwood αγοράζει τις μετοχές της εταιρείας, τοποθετώντας τον γιο της στη διεύθυνση, χωρίς όμως καμιά επιτυχία. Το 1925 και πάλι χρεοκοπεί, για να κλείσει το 1926 με την αποχώρηση και του Lionel Martin.
Όμως η Aston Martin κατά πώς φαίνεται δεν ήθελε να σβήσει. Αργότερα, την ίδια χρονιά μια ομάδα από επενδυτές, με επικεφαλής τους Bill Renwick και Augustus Bertelli, αλλά και την Lady Chamwood, πήρε τον έλεγχο της εταιρείας. Την μετονόμασαν σε Aston Martin Motors και μετακόμισαν στα παλιά εργοστάσια της Whitehead Aircraft Ltd, στο Feltham. Οι Renwick και Bertelli ήταν συνεταίροι αρκετά χρόνια και είχαν εξελίξει ένα 4κύλινδρο κινητήρα με εκκεντροφόρο επικεφαλής που χρησιμοποιούσε το πατενταρισμένο από τον Renwick σύστημα για τον θάλαμο καύσης, το οποίο είχαν ήδη δοκιμάσει σε ένα σασί Enfield Allday. Ένα και μοναδικό αυτοκίνητο «Renwick and Bertelli » κατασκευάστηκε, το οποίο ονομάστηκε Buzzbox και όσο παράδοξο και αν ακούγεται, διατηρείται ακόμα.
Το ζευγάρι σχεδίαζε να διαθέτει τους κινητήρες του σε άλλους κατασκευαστές αυτοκινήτων, αλλά όταν άκουσαν ότι η Aston Martin είχε σταματήσει την παραγωγή αυτοκινήτων σκέφτηκαν ότι θα μπορούσαν να πατήσουν πάνω στη φήμη της και να κατασκευάσουν ένα εντελώς νέο αυτοκίνητο.
Από το 1926 μέχρι το 1937, ο Bertelli ήταν τεχνικός διευθυντής αλλά και σχεδιαστής όλων των νέων Aston Martin, οι οποίες όμως ακόμα ήταν γνωστές ως Bertelli Cars. Στο διάστημα αυτό κατασκευάστηκαν αρκετά μοντέλα, όπως το T-Type 1.5 lt., το International, το Le Mans, καθώς και τα MKII και το δίλιτρο 15/98. Οι αγωνιστικές εκδόσεις των δύο τελευταίων, τα Ulster και Speed Model αντίστοιχα, απέκτησαν ιδιαίτερα μεγάλη φήμη στους αγώνες. Ο Bertelli ήταν ένας ικανότατος οδηγός και οδηγούσε τα αυτοκίνητά του ο ίδιος. Ήταν ένας από τους ελάχιστους ιδιοκτήτες/κατασκευαστές /οδηγούς της εποχής.
Τα αυτοκίνητα της ομάδας «LM» ήταν εξαιρετικά επιτυχή, τόσο στους εθνικούς όσο και στους διεθνείς αγώνες, όπως ήταν το Le Mans και το Mille Miglia.
Δυστυχώς, τα οικονομικά προβλήματα, απόρροια της εμπλοκής με τους αγώνες, ενέσκηψαν και πάλι το 1932. Η εταιρεία διασώθηκε για ένα χρόνο ακόμα με την οικονομική βοήθεια του L. Pridaux Brune πριν μεταβιβαστεί στον Sir Arthur Sutherland. Το 1936, η Aston Martin αποφασίστηκε να επικεντρωθεί στην παραγωγή αυτοκινήτων δρόμου και μόνο. Αλλά κατάφερε να κατασκευάσει μόλις 700 αυτοκίνητα, πριν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αναστείλει την εμπορική παραγωγή και περάσει στην παραγωγή τμημάτων αεροπλάνων, για όλη τη διάρκειά του.
Η εποχή του David Brown (DB)
Το 1947, η εταιρεία κατασκευής Τρακτέρ David Brown Ltd αγόρασε την Aston Martin και υπό την ηγεσία του ίδιου του Sir David Brown απέβη ο μεταπολεμικός σωτήρας της. Η εταιρεία απέκτησε και τον τίτλο Lagonda για να τον παντρέψει με τον 2,6λιτρο κινητήρα που είχε σχεδιαστεί από τον W. O. Bentley, ένα ακόμα διάσημο όνομα στην ιστορία της Aston Martin.
Οι δύο εταιρείες έχοντας τις ίδιες οικονομικές πηγές και μοιραζόμενες το ίδιο εργοστάσιο, δημιούργησαν την κλασική σειρά αυτοκινήτων DB. Το 1950, η εταιρεία ανακοινώνει το DB2 (ένα από τα μοντέλα που εκτίθενται στο Ελληνικό Μουσείο αυτοκινήτου), για να ακολουθήσει μια σειρά από DB, φτάνοντας στην κορωνίδα των DB τη θρυλική DB5, το πιο διάσημο κινηματογραφικό αυτοκίνητο του υπέρ-πράκτορα James Bond.
Η παρουσία του συγκεκριμένου μοντέλου στο φιλμ Goldfinger το 1964 σε συνδυασμό με τον ανυπέρβλητο Son Connery, αλλά και το τραγούδι με την Shirley Bassey, απετέλεσαν την καλύτερη διαφήμιση για την Aston Martin, προσδίδοντάς της ένα δυναμικό χαρακτήρα και ένα ύφος που καμία άλλη διάσημη ανταγωνίστριά της δεν απέκτησε ποτέ. Ο σχεδιασμός της DB5 ήταν έργο του ιταλικού οίκου Carrozzeria Touring Superleggera, το λογότυπο του οποίου βρίσκεται δεξιά και αριστερά στο καπό .
Η δεκαετία των ’70
Οι οικονομικές δυσκολίες ήταν μέρος της καθημερινότητας της εταιρείας και ποτέ η Aston Martin δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από αυτές. Το 1972 πουλήθηκε σε έναν όμιλο με έδρα το Birmingham για να ξαναπουληθεί το 1975 σε δύο Αμερικάνους επενδυτές για το ποσό του ενός εκατομμυρίου στερλινών. Μία επιτυχημένη αλλαγή στην στρατηγική του μάνατζμεντ της εταιρείας, είχε αποτέλεσμα την πρόσληψη 360 νέων εργαζομένων και το 1977 την καταγραφή κερδών 750.000 στερλινών. Οι νέοι ιδιοκτήτες, εκμοντέρνισαν τη γραμμή παραγωγής και παρουσίασαν μια σειρά νέων μοντέλων όπως τη V8 Vantage το 1977, την ανοικτή Volante το 1978, καθώς και τη φουτουριστική Lagonda saloon που βασιζόταν στο μοντέλο V8.
Δεκαετία των 80
Το 1980, η Aston Martin σχεδίαζε να εξαγοράσει την MG με σκοπό την παρουσίαση ενός μοντέρνου MGB το 1981. Η εξαγορά αυτή όμως ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε, αφού η εταιρεία επηρεάστηκε άσχημα από την οικονομική κρίση των αρχών της 10ετίας του ’80. Οι πωλήσεις, παγκοσμίως, περιορίστηκαν σε μόλις τρία αυτοκίνητα την εβδομάδα, αναγκάζοντας τους ιθύνοντες της εταιρείας να σκεφτούν τη διακοπή της παραγωγής και την επικέντρωσή της δραστηριότητας σε service και αποκαταστάσεις.
Όλη η δεκαετία αναλώθηκε σε συνεχείς αλλαγές του ιδιοκτησιακού καθεστώτος και είναι απορίας άξιο πώς η εταιρεία παρέμενε ενεργή, με σκαμπανεβάσματα στην παραγωγή, αλλά και με οικονομικούς παράγοντες της εποχής , πάντα διαθέσιμους να συνεισφέρουν στη διατήρησή της εν ζωή. Άλλες βρετανικές εταιρίες, με εξ ίσου καλά ή και καλύτερα αυτοκίνητα, είχαν σβηστεί από το χάρτη της αυτοκίνησης, χωρίς να υπάρχει η πιθανότητα επανεμφάνισης τους.
Στον κατάλογο των χρηματοδοτών/μετόχων της εταιρείας, φιγουράρει και ο Έλληνας μεγιστάνας εφοπλιστής Πέτρος Λιβανός και από το 1983 εμπλέκεται στη διατήρηση στη ζωή της φίρμας. Το 1986, η Aston Martin, εμφανίζεται και πάλι στο κινηματογραφικό προσκήνιο, ταυτίζοντας τον James Bond (Timothy Dalton) με το κύρος της βρετανικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Μια Aston Martin Vantage δίνει το παρόν στην ταινία «Με το δάχτυλο στη σκανδάλη», την τελευταία ταινία James Bond που γυρίστηκε πάνω σε σενάριο του Ιαν Φλέμινγκ.
Εκεί στο τέλος του ’80, ήδη έχουν αρχίσει οι συνομιλίες με τη Ford και η Aston Martin έχει ξαναγυρίσει στο στίβο των αγώνων αυτοκινήτου, με περιορισμένη όμως επιτυχία.
To 1992 η εταιρεία αναβιώνει τη σειρά DB παρουσιάζοντας την DB7
Η εποχή της Ford
Με την ανάληψη της ηγεσίας από τη Ford, η Aston Martin τοποθετείται στο γκρουπ των εξαίρετων αυτοκινήτων της Ford, παρέα με τα Lincoln, Jaguar, Land Rover και Volvo, επενδύοντας σε νέες μεθόδους παραγωγής. Το 1994, ένα νέο εργοστάσιο ανοίγει στο Bloxham και το 1995, η εταιρεία κάνει ρεκόρ παραγωγής με 700 αυτοκίνητα.
Νέα μοντέλα παρουσιάζονται και παλαιότερα εξελίσσονται, και το 2003 ανοίγει το πρώτο εργοστάσιο αποκλειστικά για παραγωγή Aston Martin στο Caydon.
Οι γερασμένες DB7 ύστερα από δέκα χρόνια ζωής, αντικαθίστανται από τις DB9 και τον Οκτώβριο του 2004 η Ford δημιουργεί στο εργοστάσιό της στην Κολωνία, μία εγκατάσταση 12.500 τετραγωνικών για την παραγωγή μηχανικών μονάδων της Aston Martin. Το εργοστάσιο διαθέτει ικανότητα παραγωγής 5.000 κινητήρων το χρόνο από εξειδικευμένο προσωπικό 100 ατόμων.
Το Δεκέμβριο του 2003 ανακοινώνεται η επιστροφή της Aston Martin στους αγώνες. Ένα νέο τμήμα ιδρύεται με τον τίτλο Aston Martin Racing που, σε συνεργασία με την Prodrive, είναι αποκλειστικά υπεύθυνο για το σχεδιασμό, εξέλιξη και διαχείριση του προγράμματος DBR9. Τα αυτοκίνητα με αυτό το διακριτικό έτρεξαν στην κατηγορία GT σε αγώνες Sports Cars, συμπεριλαμβανομένου και του Le Mans.
Όλα αυτά διήρκεσαν μέχρι το 2007, όταν η Ford αποφάσισε να πουλήσει και πάλι μέρος ή και το σύνολο της Aston Martin σε πλειστηριασμό.
Η εποχή Richard
Στις 12 Μαρτίου του 2007, ένας όμιλος υπό την ηγεσία του αφεντικού της Prodrive, του David Richards αγόρασε την Aston Martin, έναντι του ποσού των 475 εκατ. στερλινών. Στον όμιλο συμμετέχουν ο Αμερικανός τραπεζίτης John Singers και δύο κουβεϊτιανές εταιρείες. Η Prodrive δεν είχε καμία οικονομική εμπλοκή στο εγχείρημα.
Σε μία επίδειξη της ανθεκτικότητας, αλλά και της αξιοπιστίας της V8 Vantage, ένα ζευγάρι Βρετανών οδήγησε για 12.089 km από το Τόκιο μέχρι την Κωνσταντινούπολη και άλλα 3.295 km μέχρι το Λονδίνο. Το πέρασμα από τους κακοτράχαλους δρόμους της διαδρομής, γνωστής ως «Ασιατικός Αυτοκινητόδρομος» είχε για κύριο στόχο την προώθηση του αυτοκινήτου στην Κίνα και έγινε μεταξύ του Ιουνίου και του Αυγούστου του 2007. Η προβολή ήταν τόσο επιτυχής που μέσα σε τρεις μήνες, η εταιρεία άνοιξε αντιπροσωπείες στη Σαγκάη και στο Πεκίνο.
Στις 19 Ιουλίου του 2007, από το εργοστάσιο του Newport Pagnell βγήκε το τελευταίο από τα 13.000 αυτοκίνητα που κατασκευάστηκαν εκεί από το 1955 και ύστερα, μία Vanquish S. Για τη συνέχεια, οι εγκαταστάσεις στην Trickford Str. μετατράπηκαν σε κέντρο service και αποκατάστασης παλαιών Aston Martin.
Η καρδιά της εταιρείας είναι πια το Gaydon. Τοn Μάρτιο του 2008, η εταιρεία ανακοινώνει τη συνεργασία της με την Magna Steyr στην Αυστρία, με σκοπό την παραγωγή άλλων 2.000 αυτοκινήτων, στο Graz από όπου το πρώτο 4θυρο Rapide βγαίνει από την παραγωγή.
Οι αντιπρόσωποι πια στην Ευρώπη και την Κίνα έχουν αυξηθεί και αριθμούν τους 120 σε 28 χώρες.
Με συνεχείς τροποποιήσεις του εταιρικού σχήματος, η Aston Martin συνεχίζει την πορεία της και στις 25 Ιουλίου του 2013, επιτυγχάνεται μια συμφωνία με τη Mercedes-Benz AMG για την προμήθεια ηλεκτρονικών συστημάτων και κινητήρων για τη νέα γενιά των θρυλικών αυτών αυτοκινήτων.
Στο Ελληνικό Μουσείο Αυτοκινήτου μπορείτε σήμερα να θαυμάσετε τα μοντέλα Lagonda 26L Saloon 1951, DB2 1952, Lagonda Drophead 3lt 1955, V8 SIII 1974, τη φουτουριστική σφηνοειδή Lagonda S4 Saloon 1976 και την DB7 Volante 1996. Όλα με άψογη εμφάνιση αλλά και σε λειτουργική κατάσταση.