Δοκιμάζουμε τη Lamborghini LM002 [video]

Δοκιμάζουμε τη Lamborghini LM002 [video]

To τερατώδες και αλλόκοτο LΜ002 ήταν προφανώς καταδικασμένο να γίνει μια αποτυχία του μάρκετινγκ. Σε μια εποχή όμως που δεν υπήρχαν Hummer, Mercedes-Benz Gelandewagen και Porsche Cayenne Turbo.

Στο πρώτο 6μηνο του 2012, η Lamborghini άνοιξε ξανά το φάκελο «πολυτελές SUV», παρουσιάζοντας στo Σαλόνι Αυτοκινήτου του Πεκίνου το πρωτότυπο Urus. Και χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για να αποφασίσουν πως θα μπει σε παραγωγή, ενώ τα πρώτα κομμάτια του αναμένονται το 2018.

Το πόσο πολύ υπολογίζει και βασίζεται η Lamborghini στο νέο της SUV γίνεται ολοφάνερο από τις εκτιμήσεις της για τις πωλήσεις. Με την έλευση του Urus το 2018, η Sant’Agata εκτιμά ότι οι πωλήσεις της το 2019 θα διπλασιαστούν, φτάνοντας τα 7.000 αυτοκίνητα.

Τα SUV δεν αποτελούν νέο πεδίο ενασχόλησης της Lamborghini. Αν και η πρώτη απόπειρά της, στη δεκαετία του ’80, έμοιαζε με μια φάρσα της γενετικής επιστήμης.

Τερατογένεση
Υπάρχει κάτι πιο τρομακτικό από το άγριο δούλεμα του παλιού V12 και τα οργισμένα σκασίματα της εξάτμισης. Η θέα ενός LM002 να πλησιάζει ένα πρατήριο βενζίνης. Όλος αυτός ο όγκος, σαν βαπόρι στη στεριά, να πλησιάζει με φωνές και βρισιές, κάνοντας οδηγούς και αυτοκίνητα να τρέχουν να κρυφτούν σαν φοβισμένα γατιά. Ύστερα από το αρχικό σοκ πάντως, ο αγαθός γίγαντας είναι ο καλύτερος φίλος του βενζινά.

Με ρεζερβουάρ 290 lt, το γέμισμα με 100άρα για να μην αρχίσουν τα «πιράκια», απαιτεί ούτε λίγο ούτε πολύ €450. Και μ’ αυτά, θα πας το πολύ 800 km μακριά, αν έχεις πολύ υπομονή, ελαφρύ πόδι και καμία περιέργεια να δεις πώς πάει αυτό το κτήνος με το γκάζι στο πάτωμα. Ακριβώς το αντίθετο δηλαδή από την έξαψη που νιώθουμε, που έχουμε τη μοναδική ευκαιρία να οδηγήσουμε ένα από τα πιο σπάνια και αμφιλεγόμενα αυτοκίνητα στην Ιστορία.



Λούφα και παραλλαγή
Κανονικά δεν θα έπρεπε να μας επιτραπεί να το οδηγήσουμε, τουλάχιστον όχι χωρίς την ανάλογη στρατιωτική εκπαίδευση 14 εβδομάδων. Διότι το LM002 είναι ένα στρατιωτικό πρότζεκτ που απέτυχε και έτσι κατέληξε αυτοκίνητο δρόμου. Τα αρχικά σχέδια προέβλεπαν θωρακισμένο αμάξωμα από λαμαρίνα πάχους οκτώ χιλιοστών, έτσι ώστε να περνά αγέρωχο μέσα από τα πεδία των μαχών με ένα πολυβόλο εγκατεστημένο στην οροφή του.

Απλώς, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, τόσο ο Reagan όσο και Ghaddafi δεν πήραν την απόφαση να παραγγείλουν μερικές εκατοντάδες. Οι Αμερικανοί προτίμησαν το ακόμη πιο ογκώδες Hummer και τα αφεντικά της Lamborghini, δηλαδή η Chrysler, που είχαν έτσι κι αλλιώς να αντιμετωπίσουν μια δύσκολη εμπορικά και οικονομικά κατάσταση αποφάσισαν να μετατρέψουν το αποτυχημένο στρατιωτικό εγχείρημα σε ένα αυτοκίνητο δρόμου.



Η LM002 είναι ο καρπός μια επεισοδιακής κυοφορίας. Αρχικά είχε ονομαστεί Cheetah και φορούσε ένα V8 τοποθετημένο πίσω. Αυτό είχε αποτέλεσμα η κατανομή βάρους να είναι τόσο τραγική, που ο αμερικανικός στρατός μετέτρεψε χωρίς δεύτερη σκέψη σε έναν θεόβαρο κύβο μετάλλων το μοναδικό πρωτότυπο που είχε παραλάβει.

Σαν να μην έφτανε αυτό, το αυτοκίνητο αποτέλεσε την πέτρα ενός δικαστικού σκανδάλου, αφού η αμερικανική εταιρεία FMC το θεώρησε πιστή αντιγραφή του δικού της XR311, ενός άλλου υποψήφιου στρατιωτικού οχήματος. Υπό την πίεση της διπλής αυτής ατυχούς συγκυρίας, η Lamborghini αποφάσισε να εγκαταλείψει την ιδέα του V8 στο πίσω μέρος και να βάλει κάτω από το εμπρός αυτή τη φορά καπό έναν V12. Αυτό όμως ήταν και το τέλος του πρότζεκτ ως υποψήφιου στρατιωτικού οχήματος.



Πολιτική περιβολή
Το 1986 όμως, ντυμένο με δέρμα, ξύλο και ό,τι θεωρούνταν την εποχή εκείνη γκάτζετ για το εσωτερικό, το «πολιτισμένο» LM002 ξεκίνησε την εμπορική σταδιοδρομία του. Το σασί ήταν ατσάλινο χωροδικτύωμα, η ανάρτηση ανεξάρτητη και στους τέσσερις τροχούς, ενώ τα Pirelli Scorpion ήταν ειδικά εξελιγμένα για να αντεπεξέρχονται στους σχεδόν τρεις τόνους που ζύγιζε το κτήνος. Ο 5,2λιτρος V12 απέδιδε 450 PS και έδινε επιτάχυνση 0-100 km/h σε λιγότερα από 8”. Εκείνη την εποχή έμοιαζε λιγότερο με αυτοκίνητο και περισσότερο με το διαστημικό όχημα κάποιου υπέρ-ήρωα βγαλμένου από κόμικ επιστημονικής φαντασίας. Δηλαδή και τώρα έτσι μοιάζει…

Το αυτοκίνητο της δοκιμής μας είναι κατασκευασμένο το 1993. Πρόκειται για την έκδοση LE Americana και είναι ένα τα τελευταία 60 κομμάτια από τα συνολικά 300 που κατασκευάστηκαν (συν ένα από ανταλλακτικά)  Με κινητήρα προδιαγραφών Diablo και αναβαθμισμένο εσωτερικό.

Μιλώντας γι’ αυτό, είναι μάλλον στενάχωρο, ειδικά σε σχέση με την προσδοκία που δημιουργούν οι εξωτερικές διαστάσεις. Για τους εμπρός επιβάτες ο χώρος είναι επαρκής, για τους πίσω όμως όχι, ειδικά αν ξεπερνούν τα 1,60-1,70. Η φαρδιά κεντρική κονσόλα διατρέχει την καμπίνα από εμπρός μέχρι πίσω και στην ουσία τη χωρίζει στη μέση σαν τοίχος. Η διαμόρφωση των καθισμάτων είναι αποκλειστικά 4θέσια. Παράταιρο στην όλη αισθητική δείχνει το μικροκαμωμένο 3άκτινο τιμόνι που θα ταίριαζε σε κάποιο μικρό ελαφρύ σούπερκαρ των ’80s. Ενώ η εργονομία είναι απλώς αστεία, με σειρές από ατέλειωτους φτηνιάρικους διακόπτες και λαμπάκια που θέλεις μήνες, για να μην πούμε χρόνια, για να συνηθίσεις.

 

Οδηγώντας με χαμηλή ταχύτητα, απαιτείται μεγάλη φυσική δύναμη. Η ιδέα για το πώς έπρεπε να είναι ένα μεγάλο πολυτελές 4x4 ήταν σε πρωτόλειο στάδιο όταν η Lamborghini αποφάσιζε για τις τεχνικές προδιαγραφές. Κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι και φυσικά χρόνος έτσι ώστε να ωριμάσει και να εξευγενιστεί το είδος. Αυτό εξηγεί τις διαφορές ανάμεσα στην LM002 και τα εκλεπτυσμένα Range Rover, Audi, BMW, Mercedes-Benz και Porsche του σήμερα.
Το τιμόνι είναι εξαιρετικά βαρύ και ο συμπλέκτης απαιτεί να ανέβεις όρθιος με τα δύο πόδια στο πεντάλ. Ο κινητήρας είναι άρρυθμος, ειδικά στις χαμηλές στροφές και σβήνει με το παραμικρό, πράγμα που δεν ταιριάζει στο χαρακτήρα ενός 4x4. Και θέλει στοργή και κανάκεμα για να γλυκαθούν τα έξι διπλά Weber. Ύστερα όμως, η δύναμη στις χαμηλές και στις μεσαίες είναι χειμαρρώδης. Αν το αρχικό Range Rover ήταν τόσο δύσκολο να το… μετακινήσεις, το μοντέλο θα είχε εξαφανιστεί από προσώπου γης.



Με περισσότερα χιλιόμετρα και σε πιο ανοιχτούς δρόμους, η ζωή του οδηγού γίνεται αρκετά πιο εύκολη. Είναι πολύ γρήγορη, σίγουρα περισσότερο δυνατή από όσο αντέχουν τα κότσια σου, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να πεις ότι είναι η Cayenne των ’80s. Η μαλακή ανάρτηση, η απόμακρη χαλαρή αίσθηση του μπροστινού συστήματος, τα τεράστια πλαϊνά των ελαστικών… όλα δίνουν μια αίσθηση πολύ «στο περίπου». Η όποια προσπάθεια να κινηθείς γρήγορα βγάζει περισσότερο άγχος και ανασφάλεια παρά απόλαυση. Το να κρατήσεις το αυτοκίνητο στο δρόμο και μάλιστα στο ρεύμα σου, χωρίς να τρομάζεις εαυτόν και αλλήλους, με τη σωστή ταχύτητα στο κιβώτιο, είναι από μόνο του μια αρκετά σκληρή δοκιμασία. Πρέπει να νιώθεις πολύ τυχερός ή να μη νιώθεις τίποτα για να αναζητήσεις το κάτι παραπάνω.

Από την άλλη, οι δρόμοι της περιφέρειας δεν ήταν ποτέ ο προορισμός του αυτοκινήτου. Το αυτοκίνητο δεν σχεδιάστηκε για εμάς ή εσάς που σας αρέσει η οδήγηση σε αυτό το περιβάλλον. Ούτε καν για τον Sylvester Stallone. Ο Arnold Schwarzenegger ως «κομάντο» μάλλον θα το έβρισκε ελκυστικό.

Καμία σχέση
Το νέο 4x4 της Lamborghini δεν θα έχει καμία σχέση με αυτό. Θα είναι άνετο, πολυτελές, φιλόξενο, εύκολο στη χρήση. Δηλαδή, ό,τι ακριβώς δεν ήταν η LM002.

Υπάρχει άραγε κάτι θετικό να πάρει η εταιρεία από την προηγούμενη απόπειρά της στον κόσμο των SUV; Ίσως το μήνυμα ότι καμία Lamborghini δεν είναι αυθεντική αν δεν είναι πομπώδης, ακραία, υπερβολική και λιγάκι… αλλόκοτη. Διότι, όσο μπελαλίδικο αυτοκίνητο κι αν είναι, η LM002 δείχνει και ακούγεται όπως τίποτα άλλο στο σύμπαν. Κι αν μπορούμε να πούμε το ίδιο για επερχόμενο SUV της Lamborghini, 30 χρόνια αργότερα, τότε μάλλον θα έχει υπηρετήσει με επιτυχία τον σκοπό της ύπαρξής του.

Η LM002 σε αριθμούς
Σασί Σωληνωτό ατσάλινο
Αμάξωμα Αλουμίνιο και φάιμπεργκλας
Κυβισμός 5.167 cc
Κύλινδροι/βαλβίδες V12 /48
Τροφοδοσία Έξι διπλά καρμπιρατέρ Weber
Ισχύς 450/6.800 PS/rpm
Ροπή 51 kgm/4.500 rpm
0-100 km/h 7,8”
Τελική ταχύτητα 210 km/h
Μέση κατανάλωση 35,3 lt/100km
Μετάδοση/κιβώτιο Στους τέσσερις τροχούς /χειροκίνητο κιβώτιο πέντε  σχέσεων ZF S5-24/3, transfer case δύο ταχυτήτων, χειροκίνητες πλήμνες
Συμπλέκτης Ξηρός μονόδισκος με υδραυλικό έλεγχο
Ανάρτηση εμπρός Διπλά ψαλίδια, ελικοειδή ελατήρια, τηλεσκοπικά αμορτισέρ
Ανάρτηση πίσω Διπλά ψαλίδια, ελικοειδή ελατήρια, τηλεσκοπικά αμορτισέρ
Φρένα εμπρός/πίσω Αεριζόμενοι δίσκοι/ταμπούρα
Διαστάσεις 4.900 x 2.000 x 1.850 mm
Μεταξόνιο 3.000 mm
Βάρος 2.700 kg
Λάστιχα Pirelli Scorpion 325/65 VR17 ή 345/60 VR17
Τιμή το 1990 €170.000
Τιμή σήμερα €280.000 (κατάσταση Concours)
Στοιχεία κατασκευαστή

Ακολουθήστε το DRIVE στο Google News και τα Social Media
 

Google NewsFacebookTwitterInstagramYouTube